Η Αφεντούλα Ραζέλη είναι μία γνήσια λαϊκή φωνή με -όσο κι αν δεν της αρέσει να το λέει- έθνικ προεκτάσεις. Με μακρόχρονη πορεία και συνεργασίες με Αλεξίου, Αρβανιτάκη, Ρασούλη, Νικολόπουλο και άλλους, έχοντας από την περασμένη άνοιξη έναν τρίτο δίσκο με τίτλο “ABROAD / ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ – Athens meets Thessaloniki in Berne” στις βαλίτσες τις, συνεχίζει τις ζωντανές εμφανίσεις στο Χαμάμ με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι της με θερμότητα ανάλογη της χροιάς της φωνής της και μας μίλησε για την τρίτη της δισκογραφική δουλειά, την πορεία της και αυτό που αγαπάει περισσότερο από όλα : Το τραγούδι.
Αφεντούλα πώς προέκυψε αυτή η τρίτη δισκογραφική δουλειά;
Α.Ρ. : Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, είναι η ζωντανή ηχογράφηση εμφανίσεων που έχουν γίνει στην Ελβετία το 2013 με 14 όπου με κάλεσαν φίλοι μου, όχι επαγγελματίες μάνατζερς δηλαδή. Η παρέα ήταν εξαιρετική, οι δύο μουσικοί ήταν Θεσσαλονικείς, ο Παναγιώτης Κουτσούρας στο μπουζούκι και ο Γιάννης Κολοβός στο κοντραμπάσο, μουσικοί του Νίκου Παπάζογλου από τη “Λοξή Φάλαγγα”. Εγώ τους ήξερα χρόνια από όταν ξεκίνησα την πορεία μου από την Θεσσαλονίκη. Ήταν φίλοι με τα παιδιά που διοργάνωναν τις συναυλίες κι έτσι έγινε η μίξη της ομάδας. Πήρα λοιπόν και τον πιανίστα μου, τον Παναγιώτη Παπαγεωργίου, και τον Άλκη τον Ζοπόγλου, που παίζει κανονάκι και μένει μόνιμα στην Ζυρίχη, και την αφεντιά μου και ξεκινήσαμε ένα πολύ ωραίο ταξίδι για εμφανίσεις στην Ελβετία σε τρεις πόλεις, στην Βέρνη, στην Βασιλεία και την Ζυρίχη. Κάναμε ένα πρόγραμμα που κινήθηκε στο δικό μου το φάσμα αυτό που τραγουδάω χρόνια, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, ρεμπέτικα, σμυρναίικα κτλ.
Το κλίμα των παραστάσεων πώς ήτανε;
Α.Ρ. : Εκείνη την περίοδο είχε κλείσει και η ΕΡΤ και είχαμε ένα πανό πίσω με τα πρόσωπα των Ρασούλη, Χατζιδάκι… που έγραφε “Να φύγει το μαύρο από την ζωή μας” και ανάμεσα στα τραγούδια θυμάμαι που ανέφερα ότι ο πολιτισμός μας δεν είναι οι πολιτικοί μας αλλά η μουσική μας, οι συνθέτες, οι ζωγράφοι μας και τους έλεγα κάποια ονόματα και οι κάποιοι λίγοι Έλληνες ανάμεσα στους θαμώνες προσέθεταν κι αυτοί ονόματα. Αυτό μας ανέβασε πάρα πολύ τον πήχη, το πώς ακούμε μια συναυλία, ήταν μια κατάσταση σαν να είσαι σε εκκλησία. Μέσα από αυτό οι Ελβετοί, που είχαν έρθει να ακούσουν ελληνική μουσική και να “μυρίσουν” ελληνικό πολιτισμό, μπήκαν κι αυτοί στο κλίμα. Αγαπάνε πάρα πολύ την Ελληνική μουσική και την σέβονται.
Και ο δίσκος;
Α.Ρ. : Εμείς τις γράφαμε τις συναυλίες για την περίπτωση που μπορούσε να γίνει κάτι και τελικά μας προέκυψε εκεί. Βρέθηκε χορηγός, ένας ελληνοελβετός ο Γιώργος ο Ραφαήλης ο οποίος ήρθε κι άκουσε την παράσταση ως φίλος φίλων, το άκουσε και αποφάσισε να συμμετέχει στην παραγωγή του δίσκου. Ο δίσκος έγινε στην Γερμανία σε μία μικρή εταιρεία και είναι μία διεθνής παραγωγή που κυκλοφόρησε την περασμένη άνοιξη τον Μάρτιο του 2015.
Ποια είναι η συγγένεια του με τις προηγούμενες δισκογραφικές σου δουλειές;
Α.Ρ. : Η συγγένεια του είναι απόλυτη, είναι αυτό που λέμε “το ύφος μου”, το λαϊκό-‘έντεχνο αν πρέπει να συνεννοούμαστε με ταμπέλες. Καλά, εγώ ξεκίνησα με τον εξαιρετικό Βαγγέλη Κορακάκη με τους “Μπουζουξήδες με Πυξίδες” και τον δίσκο “Λαύριο“, αλλά η πρώτη μου προσωπική δισκογραφική δουλειά βγήκε μετά την εποχή εκείνη, το 2000 με τίτλο “Στην φωτιά να ρίχνεις μέλι“. Ένας πολυσυλλεκτικός δίσκος από άποψη στιχουργών και συνθετών που ήταν το γέννημα μια παρέας μουσικών από την οποία εκκολάφτηκα κι εγώ. Αισθάνομαι πολύ ευλογημένη που κατάφερα και τα έζησα αυτά τα χρόνια. Ο δίσκος ήταν στο ύφος των λαϊκών τραγουδιών και των πάλκων στα οποία θήτευσα για πολλά χρόνια. Μετά από αυτό κι αφού εντρύφησα για καιρό στο ρεμπέτικο αισθάνθηκα την ανάγκη να φύγω λίγο από αυτό και σε επίπεδο επιλογών μουσικών αλλά και χώρων. Έτσι, σιγά σιγά τα ρεμπέτικα πάλκα έγιναν μουσικές σκηνές, με δικά μου γκρουπάκια, πάντα με επιλεγμένα ρεμπέτικα μέσα, σε ένα στήσιμο θεατρικό, -το παλιό με το καινούριο-, με πειραγμένα ενορχηστρωτικά τραγούδια, με πολλά ακαπέλα παραδοσιακά. Αυτό είναι το ύφος μου. Να πατάω στο παλιό προσπαθώντας να αναδείξω το καινούριο.
Φαντάζομαι σου αρέσει αυτή η στροφή που έχει γίνει στην ελληνική μουσική με διασκευές παλιών τραγουδιών σε gipsy, jazz, swing ρυθμούς και τα λοιπά;
Α.Ρ. : Ναι, πολύ. Εγώ θεωρώ ότι είναι καλό πάντα να είμαστε ανοιχτοί. Η μουσική είναι μία. Χρειάζεται όμως γνώση, μαεστρία, καλή αισθητική και σεβασμό. Αυτά τα τέσσερα απαραίτητα συστατικά. Για να μην γίνει κιτς και να μην είναι υπερβολικό. Με αυτή τη συλλογιστική λοιπόν και με αυτά τα συστατικά έκανα και τον δεύτερο μου δίσκο, που είχε τίτλο “Ξυπνήστε χαρές μου” χωρίς μπουζούκι αυτήν τη φορά, στα πλαίσια της worldmusic. Ξεκίνησε από το σπίτι του Δημήτρη Ζερβουδάκη που είχε κάποιο υλικό και πήγα να το ακούσω. Την ενορχήστρωση έκανε ο Κώστας Παρίσης από τα “Υπόγεια Ρεύματα” και είχε επιρροές Latin και bossa. Είχα την χαρά στον δίσκο αυτό να συμμετέχει και ο Antenor Bogea, ο τότε πρόξενος της Βραζιλίας, ο οποίος είναι ποιητής, μουσικός, πολίτης του κόσμου κτλ. Τον είχα γνωρίσει μέσω φίλων και πολύ δειλά του έκανα την πρόταση να συμμετέχει κι εκείνος. Με μεγάλη του χαρά είπε αμέσως ναι. Συμμετείχε με ένα τραγούδι δικό του όπου έγραψε ελληνικό στίχο η Λίνα Δημοπούλου και τραγουδήσαμε εγώ στα ελληνικά κι εκείνος στα βραζιλιάνικα, μία πολύ ωραία σάμπα.
Πού σε βρίσκουμε φέτος;
Α.Ρ. : Φέτος είμαι στο Χαμάμ από την αρχή της σεζόν. Άρχισα με τον Φίλιππο Πλακιά, συνεχίσαμε με τον Βασίλη Λέκκα, εμφανίσεις που πήγαν πολύ καλά και από τις πέντε Φλεβάρη συνεχίζουμε με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο για δύο Παρασκευές και μετά Σάββατα. Στο μπουζούκι θα είναι ο Βασίλης Παπαδόπουλος, στο ακορντεόν ο Δημήτρης Γκίνης και στην κιθάρα ο Νίκος Γύρας. Το ρεπερτόριο κινείται στο πολύ καλό ελληνικό τραγούδι, Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, το ρεπερτόριο το δικό μου και το ρεπερτόριο του Γεράσιμου φυσικά. Τετάρτες, αρχής γενομένης στις 10 Φλεβάρη στην Κληματαριά, στην πλατεία θεάτρου με την εξαιρετικά απίθανη ορχήστρα μου, “Το γνωστό Τρίο” μουσικοί που μου ταιριάζουν πολύ στο ύφος, διότι παίζουν πειράζοντας με τέτοιο τρόπο τα τραγούδια, που τους δίνουν φρεσκάδα, ενδιαφέρον και ενέργεια. Επίσης, ετοιμάζουμε μία δουλειά με τον Θάνο Θεοδωρόπουλο με θεματικές, “Το αστικό λαϊκό τραγούδι από το 1900 μέχρι σήμερα” και θα συμμετέχω κι εγώ με μεγάλη μου χαρά όπως και ο Γεράσιμος (Ανδρεάτος).
Πες μου ένα τραγούδι που ακούς πολύ αυτόν τον καιρό;
Α.Ρ. : Κατά καιρούς, περνάω τις φάσεις μου. Ανάλογα με τα προγράμματα που θέλω να κάνω, ψάχνω και ακούω διάφορα τραγούδια που να μην έχουν ακουστεί πολύ. Από ρεμπέτικα, λαϊκά μέχρι ισπανόφωνα που μου αρέσουν. Αποφεύγω την ευκολία, όσο μπορώ. Ένα τραγούδι που μου έχει καρφωθεί αυτό τον καιρό, είναι το “Περαστικός κι αμίλητος“, καταπληκτικό, του Λάγιου που θα το λέω στην “Κληματαριά“. Το έχει ερμηνεύσει η Σωτηρία Μπέλλου.
Πες μου κάτι που θέλεις να πεις στον κόσμο που μας διαβάζει.
Α.Ρ. : Αυτό που λέω και στον εαυτό μου. Να μην αφήσουμε τον φόβο να μπει στην καρδιά μας. Είναι εποχές που πρέπει να βγάλουμε από το περίσσευμά μας. Μέσα στην σκοτεινιά πρέπει πάντα να βρίσκουμε την χαραμάδα φωτός. Δεν μπορώ να ζω με τον φόβο, με ακινητοποιεί και με εγκλωβίζει. Η δουλειά μας σήμερα πια είναι εσωτερική. Η αντίστασή μας σε αυτό που εξωτερικά περιέχει φόβο δεν είναι στο χέρι των άλλων, είναι στο δικό μας χέρι να είμαστε καλά.
Επιμέλεια / Απομαγνητοφώνηση: Σωτήρης Γεωργίου
Η Αφεντούλα Ραζέλη είναι μία γνήσια λαϊκή φωνή με -όσο κι αν δεν της αρέσει να το λέει- έθνικ προεκτάσεις. Με μακρόχρονη πορεία και συνεργασίες με Αλεξίου, Αρβανιτάκη, Ρασούλη, Νικολόπουλο και άλλους, έχοντας από την περασμένη άνοιξη έναν τρίτο δίσκο με τίτλο “ABROAD / ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ – Athens meets Thessaloniki in Berne” στις βαλίτσες τις, συνεχίζει τις ζωντανές εμφανίσεις στο Χαμάμ με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι της με θερμότητα ανάλογη της χροιάς της φωνής της και μας μίλησε για την τρίτη της δισκογραφική δουλειά, την πορεία της και αυτό που αγαπάει περισσότερο από όλα : Το τραγούδι.
Αφεντούλα πώς προέκυψε αυτή η τρίτη δισκογραφική δουλειά;
Α.Ρ. : Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, είναι η ζωντανή ηχογράφηση εμφανίσεων που έχουν γίνει στην Ελβετία το 2013 με 14 όπου με κάλεσαν φίλοι μου, όχι επαγγελματίες μάνατζερς δηλαδή. Η παρέα ήταν εξαιρετική, οι δύο μουσικοί ήταν Θεσσαλονικείς, ο Παναγιώτης Κουτσούρας στο μπουζούκι και ο Γιάννης Κολοβός στο κοντραμπάσο, μουσικοί του Νίκου Παπάζογλου από τη “Λοξή Φάλαγγα”. Εγώ τους ήξερα χρόνια από όταν ξεκίνησα την πορεία μου από την Θεσσαλονίκη. Ήταν φίλοι με τα παιδιά που διοργάνωναν τις συναυλίες κι έτσι έγινε η μίξη της ομάδας. Πήρα λοιπόν και τον πιανίστα μου, τον Παναγιώτη Παπαγεωργίου, και τον Άλκη τον Ζοπόγλου, που παίζει κανονάκι και μένει μόνιμα στην Ζυρίχη, και την αφεντιά μου και ξεκινήσαμε ένα πολύ ωραίο ταξίδι για εμφανίσεις στην Ελβετία σε τρεις πόλεις, στην Βέρνη, στην Βασιλεία και την Ζυρίχη. Κάναμε ένα πρόγραμμα που κινήθηκε στο δικό μου το φάσμα αυτό που τραγουδάω χρόνια, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, ρεμπέτικα, σμυρναίικα κτλ.
Το κλίμα των παραστάσεων πώς ήτανε;
Α.Ρ. : Εκείνη την περίοδο είχε κλείσει και η ΕΡΤ και είχαμε ένα πανό πίσω με τα πρόσωπα των Ρασούλη, Χατζιδάκι… που έγραφε “Να φύγει το μαύρο από την ζωή μας” και ανάμεσα στα τραγούδια θυμάμαι που ανέφερα ότι ο πολιτισμός μας δεν είναι οι πολιτικοί μας αλλά η μουσική μας, οι συνθέτες, οι ζωγράφοι μας και τους έλεγα κάποια ονόματα και οι κάποιοι λίγοι Έλληνες ανάμεσα στους θαμώνες προσέθεταν κι αυτοί ονόματα. Αυτό μας ανέβασε πάρα πολύ τον πήχη, το πώς ακούμε μια συναυλία, ήταν μια κατάσταση σαν να είσαι σε εκκλησία. Μέσα από αυτό οι Ελβετοί, που είχαν έρθει να ακούσουν ελληνική μουσική και να “μυρίσουν” ελληνικό πολιτισμό, μπήκαν κι αυτοί στο κλίμα. Αγαπάνε πάρα πολύ την Ελληνική μουσική και την σέβονται.
Και ο δίσκος;
Α.Ρ. : Εμείς τις γράφαμε τις συναυλίες για την περίπτωση που μπορούσε να γίνει κάτι και τελικά μας προέκυψε εκεί. Βρέθηκε χορηγός, ένας ελληνοελβετός ο Γιώργος ο Ραφαήλης ο οποίος ήρθε κι άκουσε την παράσταση ως φίλος φίλων, το άκουσε και αποφάσισε να συμμετέχει στην παραγωγή του δίσκου. Ο δίσκος έγινε στην Γερμανία σε μία μικρή εταιρεία και είναι μία διεθνής παραγωγή που κυκλοφόρησε την περασμένη άνοιξη τον Μάρτιο του 2015.
Ποια είναι η συγγένεια του με τις προηγούμενες δισκογραφικές σου δουλειές;
Α.Ρ. : Η συγγένεια του είναι απόλυτη, είναι αυτό που λέμε “το ύφος μου”, το λαϊκό-‘έντεχνο αν πρέπει να συνεννοούμαστε με ταμπέλες. Καλά, εγώ ξεκίνησα με τον εξαιρετικό Βαγγέλη Κορακάκη με τους “Μπουζουξήδες με Πυξίδες” και τον δίσκο “Λαύριο“, αλλά η πρώτη μου προσωπική δισκογραφική δουλειά βγήκε μετά την εποχή εκείνη, το 2000 με τίτλο “Στην φωτιά να ρίχνεις μέλι“. Ένας πολυσυλλεκτικός δίσκος από άποψη στιχουργών και συνθετών που ήταν το γέννημα μια παρέας μουσικών από την οποία εκκολάφτηκα κι εγώ. Αισθάνομαι πολύ ευλογημένη που κατάφερα και τα έζησα αυτά τα χρόνια. Ο δίσκος ήταν στο ύφος των λαϊκών τραγουδιών και των πάλκων στα οποία θήτευσα για πολλά χρόνια. Μετά από αυτό κι αφού εντρύφησα για καιρό στο ρεμπέτικο αισθάνθηκα την ανάγκη να φύγω λίγο από αυτό και σε επίπεδο επιλογών μουσικών αλλά και χώρων. Έτσι, σιγά σιγά τα ρεμπέτικα πάλκα έγιναν μουσικές σκηνές, με δικά μου γκρουπάκια, πάντα με επιλεγμένα ρεμπέτικα μέσα, σε ένα στήσιμο θεατρικό, -το παλιό με το καινούριο-, με πειραγμένα ενορχηστρωτικά τραγούδια, με πολλά ακαπέλα παραδοσιακά. Αυτό είναι το ύφος μου. Να πατάω στο παλιό προσπαθώντας να αναδείξω το καινούριο.
Φαντάζομαι σου αρέσει αυτή η στροφή που έχει γίνει στην ελληνική μουσική με διασκευές παλιών τραγουδιών σε gipsy, jazz, swing ρυθμούς και τα λοιπά;
Α.Ρ. : Ναι, πολύ. Εγώ θεωρώ ότι είναι καλό πάντα να είμαστε ανοιχτοί. Η μουσική είναι μία. Χρειάζεται όμως γνώση, μαεστρία, καλή αισθητική και σεβασμό. Αυτά τα τέσσερα απαραίτητα συστατικά. Για να μην γίνει κιτς και να μην είναι υπερβολικό. Με αυτή τη συλλογιστική λοιπόν και με αυτά τα συστατικά έκανα και τον δεύτερο μου δίσκο, που είχε τίτλο “Ξυπνήστε χαρές μου” χωρίς μπουζούκι αυτήν τη φορά, στα πλαίσια της worldmusic. Ξεκίνησε από το σπίτι του Δημήτρη Ζερβουδάκη που είχε κάποιο υλικό και πήγα να το ακούσω. Την ενορχήστρωση έκανε ο Κώστας Παρίσης από τα “Υπόγεια Ρεύματα” και είχε επιρροές Latin και bossa. Είχα την χαρά στον δίσκο αυτό να συμμετέχει και ο Antenor Bogea, ο τότε πρόξενος της Βραζιλίας, ο οποίος είναι ποιητής, μουσικός, πολίτης του κόσμου κτλ. Τον είχα γνωρίσει μέσω φίλων και πολύ δειλά του έκανα την πρόταση να συμμετέχει κι εκείνος. Με μεγάλη του χαρά είπε αμέσως ναι. Συμμετείχε με ένα τραγούδι δικό του όπου έγραψε ελληνικό στίχο η Λίνα Δημοπούλου και τραγουδήσαμε εγώ στα ελληνικά κι εκείνος στα βραζιλιάνικα, μία πολύ ωραία σάμπα.
Πού σε βρίσκουμε φέτος;
Α.Ρ. : Φέτος είμαι στο Χαμάμ από την αρχή της σεζόν. Άρχισα με τον Φίλιππο Πλακιά, συνεχίσαμε με τον Βασίλη Λέκκα, εμφανίσεις που πήγαν πολύ καλά και από τις πέντε Φλεβάρη συνεχίζουμε με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο για δύο Παρασκευές και μετά Σάββατα. Στο μπουζούκι θα είναι ο Βασίλης Παπαδόπουλος, στο ακορντεόν ο Δημήτρης Γκίνης και στην κιθάρα ο Νίκος Γύρας. Το ρεπερτόριο κινείται στο πολύ καλό ελληνικό τραγούδι, Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, το ρεπερτόριο το δικό μου και το ρεπερτόριο του Γεράσιμου φυσικά. Τετάρτες, αρχής γενομένης στις 10 Φλεβάρη στην Κληματαριά, στην πλατεία θεάτρου με την εξαιρετικά απίθανη ορχήστρα μου, “Το γνωστό Τρίο” μουσικοί που μου ταιριάζουν πολύ στο ύφος, διότι παίζουν πειράζοντας με τέτοιο τρόπο τα τραγούδια, που τους δίνουν φρεσκάδα, ενδιαφέρον και ενέργεια. Επίσης, ετοιμάζουμε μία δουλειά με τον Θάνο Θεοδωρόπουλο με θεματικές, “Το αστικό λαϊκό τραγούδι από το 1900 μέχρι σήμερα” και θα συμμετέχω κι εγώ με μεγάλη μου χαρά όπως και ο Γεράσιμος (Ανδρεάτος).
Πες μου ένα τραγούδι που ακούς πολύ αυτόν τον καιρό;
Α.Ρ. : Κατά καιρούς, περνάω τις φάσεις μου. Ανάλογα με τα προγράμματα που θέλω να κάνω, ψάχνω και ακούω διάφορα τραγούδια που να μην έχουν ακουστεί πολύ. Από ρεμπέτικα, λαϊκά μέχρι ισπανόφωνα που μου αρέσουν. Αποφεύγω την ευκολία, όσο μπορώ. Ένα τραγούδι που μου έχει καρφωθεί αυτό τον καιρό, είναι το “Περαστικός κι αμίλητος“, καταπληκτικό, του Λάγιου που θα το λέω στην “Κληματαριά“. Το έχει ερμηνεύσει η Σωτηρία Μπέλλου.
Πες μου κάτι που θέλεις να πεις στον κόσμο που μας διαβάζει.
Α.Ρ. : Αυτό που λέω και στον εαυτό μου. Να μην αφήσουμε τον φόβο να μπει στην καρδιά μας. Είναι εποχές που πρέπει να βγάλουμε από το περίσσευμά μας. Μέσα στην σκοτεινιά πρέπει πάντα να βρίσκουμε την χαραμάδα φωτός. Δεν μπορώ να ζω με τον φόβο, με ακινητοποιεί και με εγκλωβίζει. Η δουλειά μας σήμερα πια είναι εσωτερική. Η αντίστασή μας σε αυτό που εξωτερικά περιέχει φόβο δεν είναι στο χέρι των άλλων, είναι στο δικό μας χέρι να είμαστε καλά.
Επιμέλεια / Απομαγνητοφώνηση: Σωτήρης Γεωργίου