Μια συνέντευξη στον ενικό με μια ερμηνεύτρια του βεληνεκούς της Γιώτας Νέγκα το πρώτο πράγμα που σε κάνει να σκεφτείς είναι πως δε βάζει τοιχάκια μεταξύ των ανθρώπων μα ούτε και στα είδη μουσικής, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η ίδια. Με γνώμονα το καλό τραγούδι και αναζητώντας την ουσία του κάθε φορά, που έχει τις ρίζες του στην παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα μας, η εξαιρετική Γιώτα Νέγκα τιμά την ελληνική δισκογραφία και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σπουδαιότερες γυναικείες καθαρόαιμες λαϊκές φωνές. Μια όμορφη συνέντευξη μέσα από την οποία ο «Τελευταίος Εαυτός» της σπουδαίας Ελληνίδας τραγουδίστριας, όπως τιτλοφορείται η νέα της δουλειά, «μ’ ένα τραγούδι όλο τον κόσμο εξηγεί…»!
Γιώτα μου σε καλωσορίζω στο Μικρόφωνο! Καλώς σε βρήκαμε. Ξεκινώντας την όμορφη κουβέντα μας θα ήθελα αρχικά να σε ρωτήσω πότε κατάλαβες τη φυσική σου αυτή κλήση προς τη μουσική και το τραγούδι;
Γ.Ν: Χωρίς να έχω διακρίνει το πότε συνειδητοποίησα την τάση μου προς τη μουσική, γυρνώντας πίσω θα σου πω από τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν έπαιζα έξω και μόλις άκουγα μπουζούκι, έπαιζε ο πατέρας μου μπουζούκι, παρατούσα τα παιχνίδια μου όλα και πήγαινα κατευθείαν εκεί στη μουσική πηγή, με τραβούσε δηλαδή από παιδί. Ήθελα να μαθαίνω τραγούδια, να τα γράφω, να κάνω διάφορα πράγματα με τη μουσική! Στην εφηβεία μου άρχισα περισσότερο να το ονειρεύομαι χαλαρά ως επάγγελμα και στην παιδική μου ηλικία ήταν περισσότερο σαν το παιχνίδι μου. Ήταν μέσα στην ζωή μου τόσο απόλυτα συνυφασμένο, που δεν μπορούσα να φανταστώ χωρίς τη μουσική την ζωή μου αλλά δεν το είχα αποφασίσει συνειδητά. Γύρω στην πρώτη λυκείου ή Τρίτη γυμνασίου άρχισα να το ονειρεύομαι και να το θέλω περισσότερο και πιο συνειδητά και να καταλαβαίνω ότι θα μου λείψει.
Άρα το τραγούδι, η μουσική τι ακριβώς είναι για σένα; Κατέχει τελικά μεγάλο μέρος της ζωής σου και της γενικότερης ψυχοσύνθεσης σου;
Γ.Ν: Είναι ανάγκη μου! Είναι ανάγκη έκφρασης, δηλαδή είναι σαν να με διάλεξε αυτό! Το έχω ανάγκη το τραγούδι, είναι η ανάσα μου!
Τώρα αν μου επιτρέπεις θα ήθελα να κάνουμε μια μουσική αναδρομή στο χρόνο, πηγαίνοντάς σε λίγο πίσω και συγκεκριμένα στο έτος 1992. Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για τη μουσική σκηνή που είχες δημιουργήσει τότε με τους φίλους σου στο Μοσχάτο. Πώς προέκυψε, πώς ήταν για σένα σαν εμπειρία, ποιο το ρεπερτόριο το οποίο ερμήνευες; Αποτελούσε για σένα την πρώτη σου επαγγελματική επαφή με το τραγούδι;
Γ.Ν: Επαγγελματικά σοβαρά, ναι, ήταν η πρώτη μου δουλειά, αλλά είχα ξεκινήσει να τραγουδώ από τη Δευτέρα λυκείου. Είχα ξεκινήσει σιγά σιγά αλλά δεν είχε τη σοβαρότητα με την οποία άρχισα να το αντιμετωπίζω όταν στήθηκε το Έμμετρο και μετά. Το Έμμετρο έγινε από φίλους οι οποίοι ήθελαν να φτιάξουν ένα χώρο και μου είχαν πει χαρακτηριστικά ότι αν δεν μπεις και συ μέσα «εμείς τι θα το κάνουμε;». Είχα αναλάβει το μουσικό μέρος, δεν είχα σκεφτεί τότε να ασχοληθώ αλλά προέκυψε και ευτυχώς εν τέλει που το έκανα. Ερμήνευα σχεδόν τα πάντα αλλά πάντα ο πυρήνας μου ήταν λαϊκός, κάτι που επίσης δεν διάλεξα. Υπήρχε κατά βάση από τα ακούσματα μου, δεν το διάλεξα συνειδητά αλλά το αγαπούσα όσο θυμάμαι πάντα. Ήταν μια πανσπερμία τα προγράμματα του Έντεχνου, διότι είχαμε την απόλυτη ελευθερία, την άγνοια κινδύνου της νιότης και παίζαμε παραδοσιακά μέχρι ροκ, λαϊκό, έντεχνο, παραδοσιακά Σμύρνης. Ήταν για μένα ένα πολύ μεγάλο σχολείο, να μπορέσεις να αγγίξεις με αφέλεια και με ελευθερία πάρα πολλά πράγματα για να τα γνωρίσεις όχι πάντα βέβαια με ιδιαίτερη επιτυχία αλλά δεν είχε τόση σημασία αυτό, γιατί προχωρώντας η εμπειρία πάντα σε βοηθούσε όπως και η γνώση!
Η πρώτη σου δισκογραφική απόπειρα από ό,τι γνωρίζω ήταν το 1995 σε ένα δίσκο του Μίλτου Πασχαλίδη με τίτλο «Παραμύθι με λυπημένο τέλος», στον οποίο βέβαια συμμετείχαν και άλλα μουσικά ονόματα όπως Φίλιππος Πλιάτσικας, Μπάμπης Στόκας, Θοδωρής Παυλάκος και Μάνος Ξυδούς. Πώς είχε προκύψει η συνεργασία σου αυτή και τι γεύση σου άφησε σαν εμπειρία να συνεργαστείς με αυτούς τους ανθρώπους/καλλιτέχνες;
Γ.Ν: Ήταν ένας άγνωστος κόσμος για μένα, το ποθούσα βέβαια. Πάντα είχα την περιέργεια πώς θα είναι, πώς θα ακούγομαι, πώς θα είναι η φωνή μου ηχογραφημένη στο στούντιο και όλα αυτά. Και αυτό έγινε επειδή ο Μίλτος αναζητούσε μια δεύτερη φωνή στο δίσκο. Είχαμε έναν κοινό φίλο που δουλεύαμε μαζί και ο Θοδωρής ο Παυλάκος με πρότεινε και πήγα με την αφέλεια και την προσμονή, όπως πλησιάζει ένα παιδί την πρίζα! Το ήθελα είναι η αλήθεια πάρα πολύ και με τον Μίλτο κολλήσαμε από την πρώτη ματιά και γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι, τον αγαπώ πολύ το Μίλτο και με αυτό τον τρόπο συνέβη… ΄Ξταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία εν τέλει! Βέβαια τους ανθρώπους αυτούς τότε δεν έτυχε να τους γνωρίσω αλλά στην πορεία…
Η ιδιαίτερη δουλειά με τίτλο «Αγαπημένη πολιτεία» που κυκλοφόρησε το 1995, σε μουσική Στέφανου Ψαραδάκου, γιατί πιστεύεις ότι δεν ειχε την απήχηση που ενδεχομένως να της άξιζε;
Γ.Ν: Ήταν και αυτό μια από τις πρώτες μου προσπάθειες. Είχε ξεκινήσει μια συνεργασία με τη δημοτική ορχήστρα τότε της Νέας Ιωνίας και εκείνη την περίοδο ετοιμαζόταν η συγκεκριμένη δισκογραφική δουλειά και έτσι έτυχε να πω, μέσω της γνωριμίας αυτής, δύο τραγούδια στο δίσκο. Και μάλιστα ήμουν και πολύ περήφανη γιατί πρώτη φορά έγραψα παράλληλα πιάνο με φωνή στο στούντιο, και δεν ήταν καθόλου εύκολο εγχείρημα γιατί γράφαμε ταυτόχρονα και το πιάνο και τη φωνή, οπότε όποιος έκανε λάθος σταματάγαμε και ξαναπηγαίναμε πάλι από την αρχή, δεν υπήρχε η δυνατότητα διόρθωσης! Όσον αφορά το κομμάτι της απήχησης θα σου πω ότι ήταν μια δισκογραφική προσπάθεια η οποία δεν κυκλοφόρησε σε ευρεία κλίμακα, όπως είχε γίνει και προηγηθεί με του Μίλτου.
Μετά το Έμμμετρο, ξεκινάς αξιόλογες συνεργασίες. Τι αποκόμισες από την καθεμιά από αυτές; Ποια θα ήθελες να επαναλάβεις και ποια ήταν αυτή που σε γέμισε εμπειρίες και συναισθήματα; Μία από αυτές τις συνεργασίες ήταν η Έλλη Πασπαλά, ο Παναγιώτης Καλατζόνπουλος, η Ευανθία Ρεμπουτσικα, πες μου δυο λογια για όλη αυτή την τότε πορεία της ζωής σου.
Γ.Ν: Με τη συγκεκριμένη παρέα γνωριστήκαμε με αφορμή μια ακρόαση που έκανε ο Παναγιώτης και η Ευανθία ζητώντας μια φωνή. Ο Παναγιώτης ήδη είχε γράψει το«Με τα Μάτια Κλειστά», απλά δεν το είχε τραγουδήσει κάποιος ακόμη. Έμαθα για αυτήν την ακρόαση μέσω του Εθνικού Ωδείου όπου φοιτούσα τότε και έκανα φωνητική. Αποφάσισα να πάω στην ακρόαση και έτσι γνωριστήκαμε και δοκιμάσαμε το «Με τα Μάτια Κλειστά» και έφερε και τις παραστάσεις που ακολούθησαν με όλα τα παιδιά.
Ακόμη, η συνεργασία σου αυτή με τον Παναγιώτη σου έδωσε τη δυνατότητα να ηχογραφήσεις και το πρώτο σου single «Με τα Μάτια Κλειστά», το οποίο είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση και γνώρισε και μεγάλη ανταπόκριση και επιτυχία. Περίμενες ποτέ να είχε τόσο μεγάλη αποδοχή το συγκεκριμένο τραγούδι;
Γ.Ν: Αναζητούσε ο Παναγιώτης μια φωνή όπως είπα και επειδή είχε δοκιμάσει διάφορα πράγματα και το σκεπτόταν και το έφτιαχνε, το ονειρευόταν. Αποφάσισε να δοκιμάσει και με μένα, μιας και ήμουν καινούρια φωνή, σαν μια δοκιμή και νομίζω η δοκιμή έπιασε, «έκατσε» και ήμουν πολύ ευτυχισμένη για αυτό. Δεν είχα καταλάβει κάτι τέτοιο όσον αφορά την ανταπόκριση, γιατί δεν είχα ούτε μέτρο σύγκρισης. Ήμουν στη δίνη της αμφιβολίας και της ανασφάλειας π.χ. τώρα αυτό το έχω πει καλά, ακούγομαι καλά, θα αρέσει; κ.λπ.
Πώς ένιωσες όταν άκουσες για πρώτη φορά την φωνή σου στο ραδιόφωνο; Θυμάσαι πού ήσουν;
Γ.Ν: Σοκαρίστηκα γιατί άνοιξα τα παράθυρα και άκουσα το τραγούδι στο ραδιόφωνο από ένα διπλανό μπαλκόνι, τσίτα όμως, τόσο δυνατά έπαιζε και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Θυμάμαι ότι ήταν τόσο πρωτόγνωρη χαρά και μέσα από την προσμονή θυμήθηκα την εφηβεία μου και ξαφνικά το ζούσα… Ήταν μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή για μένα! Σοκαρίστηκα γιατί συνειδητοποιούσα ότι το τραγουδι αυτό το άκουγε και άλλος κόσμος και αρχίζει να ταξιδεύει, είχε φύγει από μένα πλέον…!
Ο πρώτος προσωπικός σου δίσκος τι συναισθήματα σου “γέννησε”;
Γ.Ν: Ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος μου ήταν ένας λαϊκός δίσκος με τον Βαγγέλη Κορακάκη. Ήταν ας πούμε πολύ οικεία και αγαπημένα μου όλα τα μονοπάτια του Βαγγέλη. Μοιραζόμασταν μια κοινή γλώσσα και μια κοινή αγάπη για το λαϊκό, και κυκλοφόρησε το 2004 από την εταιρεία του Παναγιώτη. Και αυτή η δουλειά έκανε λίγα περισσότερα βήματα αλλά δεν έκανε όλα τα βήματα τα οποία ήρθαν αργότερα. Ήταν μια πάρα πολύ ειλικρινής δουλειά αυτή, πολύ αληθινή…
Σχετικά με την δική σου δισκογραφία ή και με τις συμμετοχές που έκανες ποια μουσική διαδρομή από όλες ξεχωρίζεις περισσότερο και για ποιο λόγο?
Γ.Ν: Τώρα με φέρνεις σε δύσκολη θέση γιατί δεν μπορεί να είναι ένα, δε γίνεται να είναι ένα, το καθένα εχει τη δική του ιστορία. Είναι σαν να μου λες αγαπάς και τον αδελφό σου τον Αντώνη και τον αδελφό σου το Παναγιώτη και την αδελφή σου την Ελένη αλλά θα πρέπει να διαλέξεις ή σου αρέσει περισσότερο ο μουσακάς ή το παστίτσιο. Δεν γίνεται να τα ξεχωρίσεις, τα αγαπάς και τα δύο. Ίσως ξεχωρίζει λίγο περισσότερο το «Με τα Μάτια Κλειστά» , μέχρι που φτάνει η στιγμή να τραγουδήσω το πρώτο τραγούδι του Θέμη του Καραμουρατίδη, το οποίο επίσης ήταν ένα σημαντικό τραγούδι για μένα, γιατί η σχέση μου με τον Θέμη ήταν και είναι για μένα μια νέα αφετηρία. Και δόξα τω Θεώ μας έφερε υπέροχα τραγούδια μέχρι και τον πρόσφατο μας δίσκο, όπου και αυτός μέσα έχει πάρα πολύ ξεχωριστές στιγμές, οπότε είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω!
Λίγες μέρες πριν κυκλοφόρησε και ο ολοκαίνουριος σου δίσκος ονόματι «Τελευταίος Εαυτός» σε μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη. Πες μου δυο λόγια για τον καινούριο δίσκο και τους συντελεστές του. Ποιο τραγούδι εσύ ξεχωρίζεις για προσωπικούς λόγους και με ποιο σκεπτικό δώσατε τον τίτλο αυτό;
Γ.Ν: Ο «Τελευταίος Εαυτός» είναι ένας δίσκος, μια υπόθεση τριών ατόμων, δηλαδή όλη τη μουσική τη γράφει ο Θέμης, τραγουδάω εγώ και τους στίχους τους γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου. Είναι μια δουλειά λίγο αλλά παλαιά, θέλοντας και οι τρεις να φτιάξουμε μεταξύ μας ένα σύμπαν ολόκληρο, καθώς η πρώτη μας επαφή ήταν στον προηγούμενο δίσκο «Το καινούριο Φιλί» με τον Θέμη να γράφει μουσική και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος τους στίχους μαζί με τη Λήδα Ρουμάνη και τον Οδυσσέα. «Το δίκιο» του Οδυσσέα στον προηγούμενο δίσκο έπαιξε μια χημεία που δεν την καταλάβαμε μόνο εμείς αλλά απλώθηκε και στον κόσμο και έτσι θελήσαμε αυτήν την πρώτη επαφή να την κάνουμε και έναν ολόκληρο δίσκο, έναν ολοκληρωμένο κόσμο και οι τρεις! Και λέω και οι τρεις και επιμένω γιατί δουλέψαμε και οι τρεις ισότιμα, δηλαδή δεν είχε κανένας μας μια παραπάνω περπατησιά σε αυτήν τη δουλειά από τον άλλο.
Επίσης, με αφορμή πάλι τον καινούριο δίσκο τι σας ώθησε να δώσετε αυτό τον τίτλο;
Γ.Ν: Ψάχναμε, όσο καιρό ετοιμάζαμε το δίσκο λέγαμε διάφορες ιδέες αλλά ήταν λίγο αποσπασματικό όλο αυτό. Δηλαδή δεν είχαμε στα χέρια μας όλο το υλικό. Κάποια τραγούδια ήταν έτοιμα, κάποια φτιαχνόντουσαν το καλοκαίρι που μας πέρασε και έτσι όλο αυτό μας έκανε να σκεπτούμε και να αισθανθούμε ως παρέα σαν να κουμπώνει, σαν να εξελίσσεται. Το νιώσαμε όλοι σχεδόν ταυτόχρονα αυτό! Και κολυμπώντας μέσα στο υλικό, στους στίχους, στα λόγια σχεδόν ταυτόχρονα σκεφτήκαμε τον «Τελευταίο Εαυτό», δηλαδή τον πιο πρόσφατο, αυτόν δηλαδή που έρχεται, που εξελίσσεται, που προχωράει, αυτόν που είναι δηλαδή στο σήμερα, που ήταν χθες και ελπίζει να είναι καλύτερα στο αύριο…!
Άρα, με τον Θέμη είστε και φίλοι! Πώς είναι σαν άνθρωπος;
Γ.Ν: Ναι, είμαστε πάρα πολύ φίλοι. Είναι ας πω αρχικά δίκαιος. Είναι φυσικά ταλαντούχος, όπως ξέρουν όλοι, είναι πολύ οργανωμένος. Ταυτόχρονα τη στιγμή που είναι πάρα πολύ οργανωμένος και γήινος και πατάει στη γη μπορεί να πετάει και να δημιουργεί και αυτό είναι ένα τεράστιο χάρισμα που έχει! Ξέρει να είναι ένας πάρα πολύ καλός φίλος, να στέκεται στους άλλους. Έχει μια πολύ βαθιά αγάπη για αυτό που κάνει και αυτό το λαϊκό στοιχείο ήταν ένα συν που μας ένωσε ακόμη περισσότερο, ητιμή δηλαδή και η αγάπη που δίνει στο λαϊκό τραγούδι. Και θεωρώ ότι κάθε του βήμα και κάθε του σκέψη δεν είναι ποτέ στον αέρα ή στο κενό, από πίσω κρύβει και ψυχή και μυαλό, και θέληση και ταλέντο! Είναι ένας πάρα πολύ σπουδαίος άνθρωπος και παρόλο το νεαρό της ηλικίας του πάρα πολύ ώριμος.
Εκτός από το κομμάτι της δισκογραφίας, που είμαι σίγουρος ότι σε κούρασα με τόσες ερωτήσεις, θα ήθελα να σου πω ότι αποτελείς μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερες σύγχρονες λαϊκές φωνές, και μάλιστα μια λαϊκή φωνή και τραγουδίστρια που σίγουρα έχει ξεπηδήσει από παλαιότερες εποχές! Θα ήθελα να μου μιλήσεις για τις μουσικές επιρροές και τα πρότυπά σου, που θα έπαιξαν, πιθανότατα, μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της φωνής σου αλλά και του τρόπου που τραγουδάς και ερμηνεύεις..
Γ.Ν: Τα ακούσματα μου ήταν αμιγώς λαϊκό και παραδοσιακό τραγούδι. Στο σπίτι ήταν εξίσου αγαπημένος ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού αλλά και ο Παπασιδέρης και άλλοι δημοτικοί τραγουδιστές γιατί η μητέρα μου αγαπούσε πολύ τα δημοτικά όπως και ο πατέρας μου, οπότε ήταν και τα δύο παράλληλα μέσα στο σπίτι.
Αν σου έλεγα ότι σου δινόταν η ευκαιρία, με ποιον καλλιτέχνη από τις μουσικές σου επιρροές θα ήθελες περισσότερο να συνεργαστείς και γιατί;
Γ.Ν: Πάλι με βάζεις να διαλέξω αλλά δόξα τω Θεώ έχω συνεργαστεί με πάρα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους αλλά κάποιες φορές με πιάνει το παράπονο ότι έχασα κάποιους ανθρώπους που εκτιμούσα. Μια συνεργασία που είχαμε συζητήσει με τον Δημήτρη Μητροπάνο λίγο πριν φύγει, αποφάσισε να αποχωρήσει νωρί. Και δεν είναι ότι λυπάμαι για τη συνεργασία αυτή σαν σταδιοδρομία, σαν καριέρα. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω από κοντά γιατί ποθούσα πολύ αυτό το πολύ ξεκάθαρο πράγμα, το πολύ καθαρό βλέμμα των ματιών του, και η ερμηνεία του και ο τρόπος ζωής του. Ηθελα τόσο πολύ να τον γνωρίσω και να ζήσουμε μαζί, να ζυμωθούμε και να μάθω φυσικά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φύγει ποτέ, μόνο η φυσική τους παρουσία μας λείπει, μας έχουν αφήσει πολλά για να μπορούμε να συνεχίζουμε να πορευόμαστε με αυτά μέσα από τα τραγούδια τους.
Επίσης, υπάρχει κάποιο τραγούδι ή δίσκος κάποιου άλλου καλλιτέχνη που ξεχωρίζεις, το αγαπάς και το έχεις συνδέσει με δικές σου βιωματικές ή συναισθηματικές καταστάσεις;
Γ.Ν: Πολλά είναι αυτά τα τραγούδια ομολογουμένως! Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό, και θα αδικήσω μάλλον άλλα πολλά, δεν είναι παλιό λαϊκό. Έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση μέσα μου με τον «Γλάρο» της Βάσως Αλλαγιάννη. Κάθε φορά που το ακούω, νιώθω ότι ακουμπάει εμένα και λέει και όσα δεν έχω μπορέσει εγώ να πω. Εκφράζει όλα αυτά που έχω ζήσει και την αισιοδοξία ακόμη που με διακρίνει, την προσπάθεια να φύγουν τα δύσκολα. Αυτό νιώθω με το συγκεκριμένο τραγούδι!
Ακόμη, έχει υπάρξει κάποια στιγμή στη μουσική σου αυτή πορεία που ίσως να σκέφτηκες πως κάποιο τραγούδι συναδέλφου σου θα επιθυμούσες να έχει δοθεί σε σένα για να το τραγουδήσεις; Και αν ναι, ποιο είναι το τραγούδι αυτό;
Γ.Ν: Πάρα πολλά, μια ολόκληρη θάλασσα θα έλεγα! Δύσκολη απόφαση, με βάζεις σε ένα τεράστιο πηγάδι να διαλέξω. Θα ήθελα π.χ .πολύ πάρα πολύ να έχω τραγουδήσει το «Δε με Συγχωρώ», θα ήθελα πάρα πολύ να έχω τραγουδήσει τις «Μέλισσες», θα ήθελα πάρα πολύ να έχω τραγουδήσει επίσης το «Εν Λευκώ». Δηλαδή το μυαλό μου αυτήν τη στιγμή κόλλησε, μια τεράστια γκάμα ταγουδιών που θα ήθελα πολύ να τα έχω τραγουδήσει! Είναι άπειρα και για να μην πάω και σε πιο παλιά άσματα που μας εχουν κληροδοτήσει οι μεγαλύτεροι.
Το Σάββατο στις 23 του Γενάρη συμμετείχες στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου «Στην Υγειά μας ρε Παιδιά», που είχε ως κεντρικό πρόσωπο την Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για τη σχέση σου με την Ελεωνόρα αλλά και με την Φωτεινή Βελεσιώτου; Πώς είναι σαν άνθρωποι και οι δυο τους;
Γ.Ν: Φυσικά και θα ήθελα να συνεργαστώ πολύ με την Ελεωνόρα, και όχι μόνο με την Ελεωνόρα, με όλο τον κόσμο που αγαπώ και εκτιμώ θα ήθελα να συνεργαστώ! Και η Ελεωνόρα αλλά και η Φωτεινή είναι πολύ καλά παιδιά, είναι γεμάτες χαμόγελο, αγάπη, θετικότητα. Η καθεμιά έχει τον τύπο της αλλά το καθαρό του κέντρου τους το βλέπεις, το διαισθάνεσαι, είναι ίδιο και ατόφιο. Η καθεμία έχει την έκφραση της στον τρόπο που εκφράζεται, έχουν έναν δικό τους τρόπο και αυτό είναι εξαιρετικά σπουδαίο.
Πρόσφατα είχε γραφτεί σε διάφορες διαδικτυακές σελίδες ότι ο Γιάννης Πλούταρχος σου είχε κάνει τη πρόταση μαζί με την ομάδα του να συνεργαστείτε στο Ποσειδώνιο. Ισχύουν όσα γράφτηκαν; Και αν ναι, γιατί δεν καταλήξατε μαζί επί σκηνής; Αν δεν ειπώθηκε ποτέ κάτι τέτοιο θα επιθυμούσες ή θα επιδίωκες μια μελλοντική συνεργασία επί σκηνής με τον Γιάννη Πλούταρχο και για ποιο λόγο;
Γ.Ν: Με τον Γιάννη Πλούταρχο είναι η αλήθεια δεν είχαμε έρθει ποτέ μας σε επαφή, σε επικοινωνία, δεν έχει συμβεί αυτό. Ίσως να είχαν υπάρξει κάποιες άλλες επικοινωνίες οι οποίες όμως δεν ήταν εφικτές να γίνουν γιατί ήδη είχα κάνει τα σχέδια μου. Αυτήν τη στιγμή στην καριέρα μου έχω χαράξει ένα πολύ συγκεκριμένο δρόμο, ίσως αύριο δεν ξέρω. Είναι μια υποθετική ερώτηση, άρα μπορεί να έχει μόνο μια υποθετική απάντηση. Και σαφώς είμαι θετική γενικά. Αν έρθει εκείνη η στιγμή και μου γίνει η πρόταση, εκείνη τη στιγμή θα αποφασίσω κιόλας τους λόγους που θα την κάνω ή όχι. Ο καθένας έχει την άποψή του και είναι σεβαστό!
Συνεργάζεσαι φέτος επί σκηνής στο Passport Κεραμεικός με την Δήμητρα Γαλάνη και την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Πες μου δυο λόγια για τη συνεργασία σου αυτή, για τη μουσική παράσταση που έχετε ετοιμάσει. Τι έχουμε να περιμένουμε, εμείς, το μουσικόφιλο κοινό;
Γ.Ν: Αν φανταστείς την καθεμιά μας στο εύρος και στο χρώμα και στο ύφος μπορείς να καταλάβεις το πάντρεμα. Το πρόγραμμα έχει αρκετές ανατροπές, φυσικά και πρόκειται για ένα λαϊκό πρόγραμμα. Έχει αρκετό χρόνο αφιερωμένο στα μεγάλα μας τραγούδια, στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα μέσα στη διαδρομή των λαϊκών ασμάτων!
Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε έχεις αγγίξει τα όνειρα και τις προσδοκίες σου ή θεωρείς ότι κάτι λείπει; Και αν λείπει κάτι, τι είναι αυτό;
Γ.Ν: Όχι όχι, δηλαδή τι θα πω τώρα, θα σταματήσω να ζω, θα σταματήσω να ονειρεύομαι, θα σταματήσω να περπατώ, να ανακαλύπτω, να μαθαίνω.. Σίγουρα έχουν πραγματοποιηθεί πάρα πολλές ευχές μου και θα ήθελα να σου εκμυστηρευτώ ότι ευχήθηκα από την ψυχή μου με πολλή λαχτάρα, έστω και αν ο χρόνος πέρασε και ξεχάστηκε, μου δόθηκε και είμαι πάρα πολύ ευγνώμων για αυτό! Αλλά δεν έχω πάψει να λαχταράω και άλλα ωραία τραγούδια και άλλες γνωριμίες και συνεργασίες με ανθρώπους, δεν σταματάω ποτέ την αναζήτηση, είναι ζωή…
Θέλοντας να σε γνωρίσουμε λίγο καλύτερα και σαν άνθρωπο, πώς χαρακτηρίζεις τον εαυτό σου ήσυχο, γαλήνιο, αισιόδοξο, νευρικό; Γενικά, θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για τον εαυτό σου. Θεωρείς ότι με τα χρόνια άλλαξες κάποιες απόψεις σου ή στοιχεία του χαρακτήρα σου;
Γ.Ν: Είμαι πολύ αισιόδοξη φύση, μικρές μαύρες στιγμές που βυθίζομαι λίγο και λέω «πωπω Χριστέ μου τελείωσαν όλα». Αυτό σαν αίσθημα κρατάει πάρα πολύ λίγο. Και μερικές φορές γίνομαι λίγο πολύ γκρινιάρα έτσι για να σπάω τη μονοτονία των πραγμάτων!
Θα ήθελα να σε ρωτήσω επιπρόσθετα τίι βλέπει η Γιώτα Νέγκα όταν κλείνει τα μάτια; Ποια είναι τα όνειρα της; Και σε τι θα έκλεινε τα μάτια; Έχει κάποιες φοβίες;
Γ.Ν: Αν με ρωτούσες π.χ. για το θάνατο, θα σου πω ότι δεν τον φοβάμαι τόσο όσο την ανημπόρια, δηλαδή το να μην μπορώ να ελέγξω, να μην μπορώ να πω όσα θέλω να πω, να μην έχω μιλιά, να έχω άγνοια, να μην είμαι ο εαυτός μου. Είναι λίγο περιέργα όλα αυτά και με ζορίζου. Και επειδή έχω και μια πεποίθηση «κάνε σχέδια για να γελάει ο Θεός» και επειδή δεν ξέρω τι θα συμβεί μετά από εδώ, είναι πενήντα- πενήντα στη ζωή, έχουν πάψει να με απασχολούν τέτοιες φοβίες γιατί έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν το ελέγχω. Κάνω αυτό που είναι εγώ να κάνω και όσο καλύτερα μπορώ και στο μέτρο που μπορώ, αλλά από το σημείο και μετά που δεν θα μπορώ να το ελέγξω δεν με αποσχολεί κιόλας τώρα. Είμαι απρόβλεπτη και θέλω όλο τον χρόνο μου να τον περνάω όσο πιο δημιουργικά γίνεται!
Πέρα όμως από το λαϊκό τραγούδι, τι άλλο είδος θα ήθελες πολύ να ερμηνεύσεις;
Γ.Ν: Θα ήθελα πολύ να πω ροκ, να ερμηνεύσω και πάλι ροκ μουσική! Μου έχει μείνει κατακάθι από την παιδική ηλικία. Θα ήθελα π.χ. να κάνω μια ροκ παράσταση μελλοντικά και να την ηχογραφήσω. Είναι λίγο σαν επιστημονική φαντασία αλλά είναι ωραία ιδέα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις!
Πιστεύεις ότι το λαϊκο τραγούδι τα τελευταία χρόνια έχει υποτιμηθεί και παραμεληθεί, και ότι υπάρχει μια κλίση προς άλλου είδους μουσικές επιλογές και προτιμήσεις από το κοινό; Και αν ναι, πού αποδίδεις τον λόγο για τον οποίο γίνεται όλο αυτό;
Γ.Ν: Κοίταξε, ο κώδικας του λαϊκού τραγουδιού που άφησαν οι παλιότεροι μέσα στα χρόνια αλλοιώνεται από ξένα στοιχεία, τα οποία ξένα στοιχεία είναι πάρα πολύ ωραία όταν είναι στοιχεία προσθετικά αλλά όταν έχουμε σκοπό να φτιάξουμε ένα καινούριο, υβρίδιο με βρίσκουν αντίθετη, διαφωνώ. Πιστεύω ότι η παραδοσιακή μας μουσική, ο πλούτος της, η λαϊκή μουσική που έρχεται σαν συνέχεια από τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά, τα αστικά, τα έντεχνα μετά έχουν μια συνέχεια στον κώδικα. Αυτός ο κώδικας θα πρέπει να μείνει στις νέες γενιές με τα στοιχεία της εποχής βέβαια, δεν πρέπει να ξεχαστεί όμως, είναι το DNA μας. Τα τελευταία χρόνια ο πολιτισμός μας εντός εισαγωγικών, η ιδιοσυγκρασία μας, η γλώσσα μας έχουν δεχτεί μια εισβολή όχι απαραίτητα κακόβουλη αλλά θα πρέπει να κοιτάξουμε το χθες για να χαράξουμε το αύριο, γιατί είναι λίγο χαοτικό όλο αυτό. Και η σύγχρονη ζωή μάς μας έχει κάνει να ξεχάσουμε τα originals, τα αυθεντικά και μας κάνει να ψάχνουμε τα υποκατάστατα και να τα θεοποιούμε. Π.χ. ωραίο είναι το ketsup αλλά δεν μπορούμε να το τρώμε συνέχεια, θα πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχει και η ντομάτα πριν το ketsup!
Αν σου δινόταν η ευκαιρία και σου ζήταγαν να γράψουν και να μελοποιήσουν ένα τραγούδι που να αφορά τη ζωή και τη σταδιοδρομία σου, τι τίτλο θα φανταζόσουν ότι θα είχε το τραγούδι και σε ποιο είδος θα ήθελες να ανήκει; Στο λαϊκό, όπως και η ζωή σου ολάκερη;
Δεν ξέρω να σου πω! «Τίποτα δεν έχει αλλάξει, και τίποτα δεν είναι όπως παλιά», ίσως να ήταν ο τίτλος. Τώρα το είδος έγκειται πάντα στον δημιουργό. Δεν βάζω τοιχάκια στα είδη μουσικής μεταξύ τους.
Επίσης, ο νέος χρόνος μιας και δεν είναι καιρός που μπήκε τι θα ήθελες να φέρει σε εσένα και στους δικούς σου ανθρώπους, αν όχι αποκλειστικά σε σένα την ίδια;
Γ.Ν: Τίποτα διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους. Δύναμη για τα δύσκολα, καθαρό μυαλό, όσο γίνεται να μειώσει τις απώλειες οποιουδήποτε είδους, να ‘ναι καλά οι αγαπημένοι μου και όλος ο κόσμος! Να μην υπάρχουν για όλους μας μάντρες και τοίχοι, να μη σου κόβει δηλαδή κανείς το δρόμο. Μοιάζει και αυτό ίσως λίγο επιστημονική φαντασία. Αλλά το εύχομαι πραγματικά να μπορεί να γίνει εφικτό ό,τι ονειρευόμαστε όλοι, με τα κλασσικά να είμαστε υγιείς, να είμαστε καλά κ.λπ.
Τέλος και κλείνοντας την κουβέντα μας θα ήθελςε να πεις κάτι για τους συντάκτες και τους αναγνώστες του Μικρόφωνου;
Γ.Ν: Καθαρό μυαλό, δύναμη, υγεία, να ακούμε μουσική, να κυνηγάμε τη μουσική, μουσική που μας ηρεμεί. Ξέρεις καλό είναι να διαβάζουμε ή να ακούμε ή να ζητάμε ή να έχουμε επαφές με μουσική, βιβλία, τραγούδια που μας κάνουν όχι απαραίτητα να ξεχνιόμαστε αλλά να θυμόμαστε γιατί είναι καλό π.χ. να μας τρέξει ένα δάκρυ. Γιατί είμαστε μια αλυσίδα, κρίκοι και σαν κρίκοι κρεμόμαστε ο ένας από τον άλλον και αν σπάσεις έναν δυο κρίκους δεν είμαστε πια αλυσίδα και αυτό θα πρέπει να μας γίνει λίγο μάθημα!
Ο «Τελευταίος Εαυτός», η νέα δισκογραφική συνάντηση της Γιώτας Νέγκα με τους Οδυσσέα Ιωάννου και Θέμη Καραμουρατίδη κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία από τη Feelgood Records
Η Γιώτα Νέγκα εμφανίζεται στο Passport Κεραμεικός μαζί με τις Δήμητρα Γαλάνη και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Ένα πρόγραμμα με άρωμα γυναίκας… Διαβάστε λεπτομέρειες εδώ.
Συνέντευξη / Απομαγνητοφώνηση: Μιχάλης Σαββόπουλος
Επιμέλεια συνέντευξης: Δέσποινα Ταστσιόγλου
Φωτογραφίες: Ειρήνη Ξαγά
Μια συνέντευξη στον ενικό με μια ερμηνεύτρια του βεληνεκούς της Γιώτας Νέγκα το πρώτο πράγμα που σε κάνει να σκεφτείς είναι πως δε βάζει τοιχάκια μεταξύ των ανθρώπων μα ούτε και στα είδη μουσικής, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η ίδια. Με γνώμονα το καλό τραγούδι και αναζητώντας την ουσία του κάθε φορά, που έχει τις ρίζες του στην παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα μας, η εξαιρετική Γιώτα Νέγκα τιμά την ελληνική δισκογραφία και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σπουδαιότερες γυναικείες καθαρόαιμες λαϊκές φωνές. Μια όμορφη συνέντευξη μέσα από την οποία ο «Τελευταίος Εαυτός» της σπουδαίας Ελληνίδας τραγουδίστριας, όπως τιτλοφορείται η νέα της δουλειά, «μ’ ένα τραγούδι όλο τον κόσμο εξηγεί…»!
Γιώτα μου σε καλωσορίζω στο Μικρόφωνο! Καλώς σε βρήκαμε. Ξεκινώντας την όμορφη κουβέντα μας θα ήθελα αρχικά να σε ρωτήσω πότε κατάλαβες τη φυσική σου αυτή κλήση προς τη μουσική και το τραγούδι;
Γ.Ν: Χωρίς να έχω διακρίνει το πότε συνειδητοποίησα την τάση μου προς τη μουσική, γυρνώντας πίσω θα σου πω από τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν έπαιζα έξω και μόλις άκουγα μπουζούκι, έπαιζε ο πατέρας μου μπουζούκι, παρατούσα τα παιχνίδια μου όλα και πήγαινα κατευθείαν εκεί στη μουσική πηγή, με τραβούσε δηλαδή από παιδί. Ήθελα να μαθαίνω τραγούδια, να τα γράφω, να κάνω διάφορα πράγματα με τη μουσική! Στην εφηβεία μου άρχισα περισσότερο να το ονειρεύομαι χαλαρά ως επάγγελμα και στην παιδική μου ηλικία ήταν περισσότερο σαν το παιχνίδι μου. Ήταν μέσα στην ζωή μου τόσο απόλυτα συνυφασμένο, που δεν μπορούσα να φανταστώ χωρίς τη μουσική την ζωή μου αλλά δεν το είχα αποφασίσει συνειδητά. Γύρω στην πρώτη λυκείου ή Τρίτη γυμνασίου άρχισα να το ονειρεύομαι και να το θέλω περισσότερο και πιο συνειδητά και να καταλαβαίνω ότι θα μου λείψει.
Άρα το τραγούδι, η μουσική τι ακριβώς είναι για σένα; Κατέχει τελικά μεγάλο μέρος της ζωής σου και της γενικότερης ψυχοσύνθεσης σου;
Γ.Ν: Είναι ανάγκη μου! Είναι ανάγκη έκφρασης, δηλαδή είναι σαν να με διάλεξε αυτό! Το έχω ανάγκη το τραγούδι, είναι η ανάσα μου!
Τώρα αν μου επιτρέπεις θα ήθελα να κάνουμε μια μουσική αναδρομή στο χρόνο, πηγαίνοντάς σε λίγο πίσω και συγκεκριμένα στο έτος 1992. Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για τη μουσική σκηνή που είχες δημιουργήσει τότε με τους φίλους σου στο Μοσχάτο. Πώς προέκυψε, πώς ήταν για σένα σαν εμπειρία, ποιο το ρεπερτόριο το οποίο ερμήνευες; Αποτελούσε για σένα την πρώτη σου επαγγελματική επαφή με το τραγούδι;
Γ.Ν: Επαγγελματικά σοβαρά, ναι, ήταν η πρώτη μου δουλειά, αλλά είχα ξεκινήσει να τραγουδώ από τη Δευτέρα λυκείου. Είχα ξεκινήσει σιγά σιγά αλλά δεν είχε τη σοβαρότητα με την οποία άρχισα να το αντιμετωπίζω όταν στήθηκε το Έμμετρο και μετά. Το Έμμετρο έγινε από φίλους οι οποίοι ήθελαν να φτιάξουν ένα χώρο και μου είχαν πει χαρακτηριστικά ότι αν δεν μπεις και συ μέσα «εμείς τι θα το κάνουμε;». Είχα αναλάβει το μουσικό μέρος, δεν είχα σκεφτεί τότε να ασχοληθώ αλλά προέκυψε και ευτυχώς εν τέλει που το έκανα. Ερμήνευα σχεδόν τα πάντα αλλά πάντα ο πυρήνας μου ήταν λαϊκός, κάτι που επίσης δεν διάλεξα. Υπήρχε κατά βάση από τα ακούσματα μου, δεν το διάλεξα συνειδητά αλλά το αγαπούσα όσο θυμάμαι πάντα. Ήταν μια πανσπερμία τα προγράμματα του Έντεχνου, διότι είχαμε την απόλυτη ελευθερία, την άγνοια κινδύνου της νιότης και παίζαμε παραδοσιακά μέχρι ροκ, λαϊκό, έντεχνο, παραδοσιακά Σμύρνης. Ήταν για μένα ένα πολύ μεγάλο σχολείο, να μπορέσεις να αγγίξεις με αφέλεια και με ελευθερία πάρα πολλά πράγματα για να τα γνωρίσεις όχι πάντα βέβαια με ιδιαίτερη επιτυχία αλλά δεν είχε τόση σημασία αυτό, γιατί προχωρώντας η εμπειρία πάντα σε βοηθούσε όπως και η γνώση!
Η πρώτη σου δισκογραφική απόπειρα από ό,τι γνωρίζω ήταν το 1995 σε ένα δίσκο του Μίλτου Πασχαλίδη με τίτλο «Παραμύθι με λυπημένο τέλος», στον οποίο βέβαια συμμετείχαν και άλλα μουσικά ονόματα όπως Φίλιππος Πλιάτσικας, Μπάμπης Στόκας, Θοδωρής Παυλάκος και Μάνος Ξυδούς. Πώς είχε προκύψει η συνεργασία σου αυτή και τι γεύση σου άφησε σαν εμπειρία να συνεργαστείς με αυτούς τους ανθρώπους/καλλιτέχνες;
Γ.Ν: Ήταν ένας άγνωστος κόσμος για μένα, το ποθούσα βέβαια. Πάντα είχα την περιέργεια πώς θα είναι, πώς θα ακούγομαι, πώς θα είναι η φωνή μου ηχογραφημένη στο στούντιο και όλα αυτά. Και αυτό έγινε επειδή ο Μίλτος αναζητούσε μια δεύτερη φωνή στο δίσκο. Είχαμε έναν κοινό φίλο που δουλεύαμε μαζί και ο Θοδωρής ο Παυλάκος με πρότεινε και πήγα με την αφέλεια και την προσμονή, όπως πλησιάζει ένα παιδί την πρίζα! Το ήθελα είναι η αλήθεια πάρα πολύ και με τον Μίλτο κολλήσαμε από την πρώτη ματιά και γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι, τον αγαπώ πολύ το Μίλτο και με αυτό τον τρόπο συνέβη… ΄Ξταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία εν τέλει! Βέβαια τους ανθρώπους αυτούς τότε δεν έτυχε να τους γνωρίσω αλλά στην πορεία…
Η ιδιαίτερη δουλειά με τίτλο «Αγαπημένη πολιτεία» που κυκλοφόρησε το 1995, σε μουσική Στέφανου Ψαραδάκου, γιατί πιστεύεις ότι δεν ειχε την απήχηση που ενδεχομένως να της άξιζε;
Γ.Ν: Ήταν και αυτό μια από τις πρώτες μου προσπάθειες. Είχε ξεκινήσει μια συνεργασία με τη δημοτική ορχήστρα τότε της Νέας Ιωνίας και εκείνη την περίοδο ετοιμαζόταν η συγκεκριμένη δισκογραφική δουλειά και έτσι έτυχε να πω, μέσω της γνωριμίας αυτής, δύο τραγούδια στο δίσκο. Και μάλιστα ήμουν και πολύ περήφανη γιατί πρώτη φορά έγραψα παράλληλα πιάνο με φωνή στο στούντιο, και δεν ήταν καθόλου εύκολο εγχείρημα γιατί γράφαμε ταυτόχρονα και το πιάνο και τη φωνή, οπότε όποιος έκανε λάθος σταματάγαμε και ξαναπηγαίναμε πάλι από την αρχή, δεν υπήρχε η δυνατότητα διόρθωσης! Όσον αφορά το κομμάτι της απήχησης θα σου πω ότι ήταν μια δισκογραφική προσπάθεια η οποία δεν κυκλοφόρησε σε ευρεία κλίμακα, όπως είχε γίνει και προηγηθεί με του Μίλτου.
Μετά το Έμμμετρο, ξεκινάς αξιόλογες συνεργασίες. Τι αποκόμισες από την καθεμιά από αυτές; Ποια θα ήθελες να επαναλάβεις και ποια ήταν αυτή που σε γέμισε εμπειρίες και συναισθήματα; Μία από αυτές τις συνεργασίες ήταν η Έλλη Πασπαλά, ο Παναγιώτης Καλατζόνπουλος, η Ευανθία Ρεμπουτσικα, πες μου δυο λογια για όλη αυτή την τότε πορεία της ζωής σου.
Γ.Ν: Με τη συγκεκριμένη παρέα γνωριστήκαμε με αφορμή μια ακρόαση που έκανε ο Παναγιώτης και η Ευανθία ζητώντας μια φωνή. Ο Παναγιώτης ήδη είχε γράψει το«Με τα Μάτια Κλειστά», απλά δεν το είχε τραγουδήσει κάποιος ακόμη. Έμαθα για αυτήν την ακρόαση μέσω του Εθνικού Ωδείου όπου φοιτούσα τότε και έκανα φωνητική. Αποφάσισα να πάω στην ακρόαση και έτσι γνωριστήκαμε και δοκιμάσαμε το «Με τα Μάτια Κλειστά» και έφερε και τις παραστάσεις που ακολούθησαν με όλα τα παιδιά.
Ακόμη, η συνεργασία σου αυτή με τον Παναγιώτη σου έδωσε τη δυνατότητα να ηχογραφήσεις και το πρώτο σου single «Με τα Μάτια Κλειστά», το οποίο είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση και γνώρισε και μεγάλη ανταπόκριση και επιτυχία. Περίμενες ποτέ να είχε τόσο μεγάλη αποδοχή το συγκεκριμένο τραγούδι;
Γ.Ν: Αναζητούσε ο Παναγιώτης μια φωνή όπως είπα και επειδή είχε δοκιμάσει διάφορα πράγματα και το σκεπτόταν και το έφτιαχνε, το ονειρευόταν. Αποφάσισε να δοκιμάσει και με μένα, μιας και ήμουν καινούρια φωνή, σαν μια δοκιμή και νομίζω η δοκιμή έπιασε, «έκατσε» και ήμουν πολύ ευτυχισμένη για αυτό. Δεν είχα καταλάβει κάτι τέτοιο όσον αφορά την ανταπόκριση, γιατί δεν είχα ούτε μέτρο σύγκρισης. Ήμουν στη δίνη της αμφιβολίας και της ανασφάλειας π.χ. τώρα αυτό το έχω πει καλά, ακούγομαι καλά, θα αρέσει; κ.λπ.
Πώς ένιωσες όταν άκουσες για πρώτη φορά την φωνή σου στο ραδιόφωνο; Θυμάσαι πού ήσουν;
Γ.Ν: Σοκαρίστηκα γιατί άνοιξα τα παράθυρα και άκουσα το τραγούδι στο ραδιόφωνο από ένα διπλανό μπαλκόνι, τσίτα όμως, τόσο δυνατά έπαιζε και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Θυμάμαι ότι ήταν τόσο πρωτόγνωρη χαρά και μέσα από την προσμονή θυμήθηκα την εφηβεία μου και ξαφνικά το ζούσα… Ήταν μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή για μένα! Σοκαρίστηκα γιατί συνειδητοποιούσα ότι το τραγουδι αυτό το άκουγε και άλλος κόσμος και αρχίζει να ταξιδεύει, είχε φύγει από μένα πλέον…!
Ο πρώτος προσωπικός σου δίσκος τι συναισθήματα σου “γέννησε”;
Γ.Ν: Ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος μου ήταν ένας λαϊκός δίσκος με τον Βαγγέλη Κορακάκη. Ήταν ας πούμε πολύ οικεία και αγαπημένα μου όλα τα μονοπάτια του Βαγγέλη. Μοιραζόμασταν μια κοινή γλώσσα και μια κοινή αγάπη για το λαϊκό, και κυκλοφόρησε το 2004 από την εταιρεία του Παναγιώτη. Και αυτή η δουλειά έκανε λίγα περισσότερα βήματα αλλά δεν έκανε όλα τα βήματα τα οποία ήρθαν αργότερα. Ήταν μια πάρα πολύ ειλικρινής δουλειά αυτή, πολύ αληθινή…
Σχετικά με την δική σου δισκογραφία ή και με τις συμμετοχές που έκανες ποια μουσική διαδρομή από όλες ξεχωρίζεις περισσότερο και για ποιο λόγο?
Γ.Ν: Τώρα με φέρνεις σε δύσκολη θέση γιατί δεν μπορεί να είναι ένα, δε γίνεται να είναι ένα, το καθένα εχει τη δική του ιστορία. Είναι σαν να μου λες αγαπάς και τον αδελφό σου τον Αντώνη και τον αδελφό σου το Παναγιώτη και την αδελφή σου την Ελένη αλλά θα πρέπει να διαλέξεις ή σου αρέσει περισσότερο ο μουσακάς ή το παστίτσιο. Δεν γίνεται να τα ξεχωρίσεις, τα αγαπάς και τα δύο. Ίσως ξεχωρίζει λίγο περισσότερο το «Με τα Μάτια Κλειστά» , μέχρι που φτάνει η στιγμή να τραγουδήσω το πρώτο τραγούδι του Θέμη του Καραμουρατίδη, το οποίο επίσης ήταν ένα σημαντικό τραγούδι για μένα, γιατί η σχέση μου με τον Θέμη ήταν και είναι για μένα μια νέα αφετηρία. Και δόξα τω Θεώ μας έφερε υπέροχα τραγούδια μέχρι και τον πρόσφατο μας δίσκο, όπου και αυτός μέσα έχει πάρα πολύ ξεχωριστές στιγμές, οπότε είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω!
Λίγες μέρες πριν κυκλοφόρησε και ο ολοκαίνουριος σου δίσκος ονόματι «Τελευταίος Εαυτός» σε μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη. Πες μου δυο λόγια για τον καινούριο δίσκο και τους συντελεστές του. Ποιο τραγούδι εσύ ξεχωρίζεις για προσωπικούς λόγους και με ποιο σκεπτικό δώσατε τον τίτλο αυτό;
Γ.Ν: Ο «Τελευταίος Εαυτός» είναι ένας δίσκος, μια υπόθεση τριών ατόμων, δηλαδή όλη τη μουσική τη γράφει ο Θέμης, τραγουδάω εγώ και τους στίχους τους γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου. Είναι μια δουλειά λίγο αλλά παλαιά, θέλοντας και οι τρεις να φτιάξουμε μεταξύ μας ένα σύμπαν ολόκληρο, καθώς η πρώτη μας επαφή ήταν στον προηγούμενο δίσκο «Το καινούριο Φιλί» με τον Θέμη να γράφει μουσική και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος τους στίχους μαζί με τη Λήδα Ρουμάνη και τον Οδυσσέα. «Το δίκιο» του Οδυσσέα στον προηγούμενο δίσκο έπαιξε μια χημεία που δεν την καταλάβαμε μόνο εμείς αλλά απλώθηκε και στον κόσμο και έτσι θελήσαμε αυτήν την πρώτη επαφή να την κάνουμε και έναν ολόκληρο δίσκο, έναν ολοκληρωμένο κόσμο και οι τρεις! Και λέω και οι τρεις και επιμένω γιατί δουλέψαμε και οι τρεις ισότιμα, δηλαδή δεν είχε κανένας μας μια παραπάνω περπατησιά σε αυτήν τη δουλειά από τον άλλο.
Επίσης, με αφορμή πάλι τον καινούριο δίσκο τι σας ώθησε να δώσετε αυτό τον τίτλο;
Γ.Ν: Ψάχναμε, όσο καιρό ετοιμάζαμε το δίσκο λέγαμε διάφορες ιδέες αλλά ήταν λίγο αποσπασματικό όλο αυτό. Δηλαδή δεν είχαμε στα χέρια μας όλο το υλικό. Κάποια τραγούδια ήταν έτοιμα, κάποια φτιαχνόντουσαν το καλοκαίρι που μας πέρασε και έτσι όλο αυτό μας έκανε να σκεπτούμε και να αισθανθούμε ως παρέα σαν να κουμπώνει, σαν να εξελίσσεται. Το νιώσαμε όλοι σχεδόν ταυτόχρονα αυτό! Και κολυμπώντας μέσα στο υλικό, στους στίχους, στα λόγια σχεδόν ταυτόχρονα σκεφτήκαμε τον «Τελευταίο Εαυτό», δηλαδή τον πιο πρόσφατο, αυτόν δηλαδή που έρχεται, που εξελίσσεται, που προχωράει, αυτόν που είναι δηλαδή στο σήμερα, που ήταν χθες και ελπίζει να είναι καλύτερα στο αύριο…!
Άρα, με τον Θέμη είστε και φίλοι! Πώς είναι σαν άνθρωπος;
Γ.Ν: Ναι, είμαστε πάρα πολύ φίλοι. Είναι ας πω αρχικά δίκαιος. Είναι φυσικά ταλαντούχος, όπως ξέρουν όλοι, είναι πολύ οργανωμένος. Ταυτόχρονα τη στιγμή που είναι πάρα πολύ οργανωμένος και γήινος και πατάει στη γη μπορεί να πετάει και να δημιουργεί και αυτό είναι ένα τεράστιο χάρισμα που έχει! Ξέρει να είναι ένας πάρα πολύ καλός φίλος, να στέκεται στους άλλους. Έχει μια πολύ βαθιά αγάπη για αυτό που κάνει και αυτό το λαϊκό στοιχείο ήταν ένα συν που μας ένωσε ακόμη περισσότερο, ητιμή δηλαδή και η αγάπη που δίνει στο λαϊκό τραγούδι. Και θεωρώ ότι κάθε του βήμα και κάθε του σκέψη δεν είναι ποτέ στον αέρα ή στο κενό, από πίσω κρύβει και ψυχή και μυαλό, και θέληση και ταλέντο! Είναι ένας πάρα πολύ σπουδαίος άνθρωπος και παρόλο το νεαρό της ηλικίας του πάρα πολύ ώριμος.
Εκτός από το κομμάτι της δισκογραφίας, που είμαι σίγουρος ότι σε κούρασα με τόσες ερωτήσεις, θα ήθελα να σου πω ότι αποτελείς μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερες σύγχρονες λαϊκές φωνές, και μάλιστα μια λαϊκή φωνή και τραγουδίστρια που σίγουρα έχει ξεπηδήσει από παλαιότερες εποχές! Θα ήθελα να μου μιλήσεις για τις μουσικές επιρροές και τα πρότυπά σου, που θα έπαιξαν, πιθανότατα, μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της φωνής σου αλλά και του τρόπου που τραγουδάς και ερμηνεύεις..
Γ.Ν: Τα ακούσματα μου ήταν αμιγώς λαϊκό και παραδοσιακό τραγούδι. Στο σπίτι ήταν εξίσου αγαπημένος ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού αλλά και ο Παπασιδέρης και άλλοι δημοτικοί τραγουδιστές γιατί η μητέρα μου αγαπούσε πολύ τα δημοτικά όπως και ο πατέρας μου, οπότε ήταν και τα δύο παράλληλα μέσα στο σπίτι.
Αν σου έλεγα ότι σου δινόταν η ευκαιρία, με ποιον καλλιτέχνη από τις μουσικές σου επιρροές θα ήθελες περισσότερο να συνεργαστείς και γιατί;
Γ.Ν: Πάλι με βάζεις να διαλέξω αλλά δόξα τω Θεώ έχω συνεργαστεί με πάρα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους αλλά κάποιες φορές με πιάνει το παράπονο ότι έχασα κάποιους ανθρώπους που εκτιμούσα. Μια συνεργασία που είχαμε συζητήσει με τον Δημήτρη Μητροπάνο λίγο πριν φύγει, αποφάσισε να αποχωρήσει νωρί. Και δεν είναι ότι λυπάμαι για τη συνεργασία αυτή σαν σταδιοδρομία, σαν καριέρα. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω από κοντά γιατί ποθούσα πολύ αυτό το πολύ ξεκάθαρο πράγμα, το πολύ καθαρό βλέμμα των ματιών του, και η ερμηνεία του και ο τρόπος ζωής του. Ηθελα τόσο πολύ να τον γνωρίσω και να ζήσουμε μαζί, να ζυμωθούμε και να μάθω φυσικά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φύγει ποτέ, μόνο η φυσική τους παρουσία μας λείπει, μας έχουν αφήσει πολλά για να μπορούμε να συνεχίζουμε να πορευόμαστε με αυτά μέσα από τα τραγούδια τους.
Επίσης, υπάρχει κάποιο τραγούδι ή δίσκος κάποιου άλλου καλλιτέχνη που ξεχωρίζεις, το αγαπάς και το έχεις συνδέσει με δικές σου βιωματικές ή συναισθηματικές καταστάσεις;
Γ.Ν: Πολλά είναι αυτά τα τραγούδια ομολογουμένως! Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό, και θα αδικήσω μάλλον άλλα πολλά, δεν είναι παλιό λαϊκό. Έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση μέσα μου με τον «Γλάρο» της Βάσως Αλλαγιάννη. Κάθε φορά που το ακούω, νιώθω ότι ακουμπάει εμένα και λέει και όσα δεν έχω μπορέσει εγώ να πω. Εκφράζει όλα αυτά που έχω ζήσει και την αισιοδοξία ακόμη που με διακρίνει, την προσπάθεια να φύγουν τα δύσκολα. Αυτό νιώθω με το συγκεκριμένο τραγούδι!
Ακόμη, έχει υπάρξει κάποια στιγμή στη μουσική σου αυτή πορεία που ίσως να σκέφτηκες πως κάποιο τραγούδι συναδέλφου σου θα επιθυμούσες να έχει δοθεί σε σένα για να το τραγουδήσεις; Και αν ναι, ποιο είναι το τραγούδι αυτό;
Γ.Ν: Πάρα πολλά, μια ολόκληρη θάλασσα θα έλεγα! Δύσκολη απόφαση, με βάζεις σε ένα τεράστιο πηγάδι να διαλέξω. Θα ήθελα π.χ .πολύ πάρα πολύ να έχω τραγουδήσει το «Δε με Συγχωρώ», θα ήθελα πάρα πολύ να έχω τραγουδήσει τις «Μέλισσες», θα ήθελα πάρα πολύ να έχω τραγουδήσει επίσης το «Εν Λευκώ». Δηλαδή το μυαλό μου αυτήν τη στιγμή κόλλησε, μια τεράστια γκάμα ταγουδιών που θα ήθελα πολύ να τα έχω τραγουδήσει! Είναι άπειρα και για να μην πάω και σε πιο παλιά άσματα που μας εχουν κληροδοτήσει οι μεγαλύτεροι.
Το Σάββατο στις 23 του Γενάρη συμμετείχες στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου «Στην Υγειά μας ρε Παιδιά», που είχε ως κεντρικό πρόσωπο την Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για τη σχέση σου με την Ελεωνόρα αλλά και με την Φωτεινή Βελεσιώτου; Πώς είναι σαν άνθρωποι και οι δυο τους;
Γ.Ν: Φυσικά και θα ήθελα να συνεργαστώ πολύ με την Ελεωνόρα, και όχι μόνο με την Ελεωνόρα, με όλο τον κόσμο που αγαπώ και εκτιμώ θα ήθελα να συνεργαστώ! Και η Ελεωνόρα αλλά και η Φωτεινή είναι πολύ καλά παιδιά, είναι γεμάτες χαμόγελο, αγάπη, θετικότητα. Η καθεμιά έχει τον τύπο της αλλά το καθαρό του κέντρου τους το βλέπεις, το διαισθάνεσαι, είναι ίδιο και ατόφιο. Η καθεμία έχει την έκφραση της στον τρόπο που εκφράζεται, έχουν έναν δικό τους τρόπο και αυτό είναι εξαιρετικά σπουδαίο.
Πρόσφατα είχε γραφτεί σε διάφορες διαδικτυακές σελίδες ότι ο Γιάννης Πλούταρχος σου είχε κάνει τη πρόταση μαζί με την ομάδα του να συνεργαστείτε στο Ποσειδώνιο. Ισχύουν όσα γράφτηκαν; Και αν ναι, γιατί δεν καταλήξατε μαζί επί σκηνής; Αν δεν ειπώθηκε ποτέ κάτι τέτοιο θα επιθυμούσες ή θα επιδίωκες μια μελλοντική συνεργασία επί σκηνής με τον Γιάννη Πλούταρχο και για ποιο λόγο;
Γ.Ν: Με τον Γιάννη Πλούταρχο είναι η αλήθεια δεν είχαμε έρθει ποτέ μας σε επαφή, σε επικοινωνία, δεν έχει συμβεί αυτό. Ίσως να είχαν υπάρξει κάποιες άλλες επικοινωνίες οι οποίες όμως δεν ήταν εφικτές να γίνουν γιατί ήδη είχα κάνει τα σχέδια μου. Αυτήν τη στιγμή στην καριέρα μου έχω χαράξει ένα πολύ συγκεκριμένο δρόμο, ίσως αύριο δεν ξέρω. Είναι μια υποθετική ερώτηση, άρα μπορεί να έχει μόνο μια υποθετική απάντηση. Και σαφώς είμαι θετική γενικά. Αν έρθει εκείνη η στιγμή και μου γίνει η πρόταση, εκείνη τη στιγμή θα αποφασίσω κιόλας τους λόγους που θα την κάνω ή όχι. Ο καθένας έχει την άποψή του και είναι σεβαστό!
Συνεργάζεσαι φέτος επί σκηνής στο Passport Κεραμεικός με την Δήμητρα Γαλάνη και την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Πες μου δυο λόγια για τη συνεργασία σου αυτή, για τη μουσική παράσταση που έχετε ετοιμάσει. Τι έχουμε να περιμένουμε, εμείς, το μουσικόφιλο κοινό;
Γ.Ν: Αν φανταστείς την καθεμιά μας στο εύρος και στο χρώμα και στο ύφος μπορείς να καταλάβεις το πάντρεμα. Το πρόγραμμα έχει αρκετές ανατροπές, φυσικά και πρόκειται για ένα λαϊκό πρόγραμμα. Έχει αρκετό χρόνο αφιερωμένο στα μεγάλα μας τραγούδια, στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα μέσα στη διαδρομή των λαϊκών ασμάτων!
Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε έχεις αγγίξει τα όνειρα και τις προσδοκίες σου ή θεωρείς ότι κάτι λείπει; Και αν λείπει κάτι, τι είναι αυτό;
Γ.Ν: Όχι όχι, δηλαδή τι θα πω τώρα, θα σταματήσω να ζω, θα σταματήσω να ονειρεύομαι, θα σταματήσω να περπατώ, να ανακαλύπτω, να μαθαίνω.. Σίγουρα έχουν πραγματοποιηθεί πάρα πολλές ευχές μου και θα ήθελα να σου εκμυστηρευτώ ότι ευχήθηκα από την ψυχή μου με πολλή λαχτάρα, έστω και αν ο χρόνος πέρασε και ξεχάστηκε, μου δόθηκε και είμαι πάρα πολύ ευγνώμων για αυτό! Αλλά δεν έχω πάψει να λαχταράω και άλλα ωραία τραγούδια και άλλες γνωριμίες και συνεργασίες με ανθρώπους, δεν σταματάω ποτέ την αναζήτηση, είναι ζωή…
Θέλοντας να σε γνωρίσουμε λίγο καλύτερα και σαν άνθρωπο, πώς χαρακτηρίζεις τον εαυτό σου ήσυχο, γαλήνιο, αισιόδοξο, νευρικό; Γενικά, θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για τον εαυτό σου. Θεωρείς ότι με τα χρόνια άλλαξες κάποιες απόψεις σου ή στοιχεία του χαρακτήρα σου;
Γ.Ν: Είμαι πολύ αισιόδοξη φύση, μικρές μαύρες στιγμές που βυθίζομαι λίγο και λέω «πωπω Χριστέ μου τελείωσαν όλα». Αυτό σαν αίσθημα κρατάει πάρα πολύ λίγο. Και μερικές φορές γίνομαι λίγο πολύ γκρινιάρα έτσι για να σπάω τη μονοτονία των πραγμάτων!
Θα ήθελα να σε ρωτήσω επιπρόσθετα τίι βλέπει η Γιώτα Νέγκα όταν κλείνει τα μάτια; Ποια είναι τα όνειρα της; Και σε τι θα έκλεινε τα μάτια; Έχει κάποιες φοβίες;
Γ.Ν: Αν με ρωτούσες π.χ. για το θάνατο, θα σου πω ότι δεν τον φοβάμαι τόσο όσο την ανημπόρια, δηλαδή το να μην μπορώ να ελέγξω, να μην μπορώ να πω όσα θέλω να πω, να μην έχω μιλιά, να έχω άγνοια, να μην είμαι ο εαυτός μου. Είναι λίγο περιέργα όλα αυτά και με ζορίζου. Και επειδή έχω και μια πεποίθηση «κάνε σχέδια για να γελάει ο Θεός» και επειδή δεν ξέρω τι θα συμβεί μετά από εδώ, είναι πενήντα- πενήντα στη ζωή, έχουν πάψει να με απασχολούν τέτοιες φοβίες γιατί έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν το ελέγχω. Κάνω αυτό που είναι εγώ να κάνω και όσο καλύτερα μπορώ και στο μέτρο που μπορώ, αλλά από το σημείο και μετά που δεν θα μπορώ να το ελέγξω δεν με αποσχολεί κιόλας τώρα. Είμαι απρόβλεπτη και θέλω όλο τον χρόνο μου να τον περνάω όσο πιο δημιουργικά γίνεται!
Πέρα όμως από το λαϊκό τραγούδι, τι άλλο είδος θα ήθελες πολύ να ερμηνεύσεις;
Γ.Ν: Θα ήθελα πολύ να πω ροκ, να ερμηνεύσω και πάλι ροκ μουσική! Μου έχει μείνει κατακάθι από την παιδική ηλικία. Θα ήθελα π.χ. να κάνω μια ροκ παράσταση μελλοντικά και να την ηχογραφήσω. Είναι λίγο σαν επιστημονική φαντασία αλλά είναι ωραία ιδέα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις!
Πιστεύεις ότι το λαϊκο τραγούδι τα τελευταία χρόνια έχει υποτιμηθεί και παραμεληθεί, και ότι υπάρχει μια κλίση προς άλλου είδους μουσικές επιλογές και προτιμήσεις από το κοινό; Και αν ναι, πού αποδίδεις τον λόγο για τον οποίο γίνεται όλο αυτό;
Γ.Ν: Κοίταξε, ο κώδικας του λαϊκού τραγουδιού που άφησαν οι παλιότεροι μέσα στα χρόνια αλλοιώνεται από ξένα στοιχεία, τα οποία ξένα στοιχεία είναι πάρα πολύ ωραία όταν είναι στοιχεία προσθετικά αλλά όταν έχουμε σκοπό να φτιάξουμε ένα καινούριο, υβρίδιο με βρίσκουν αντίθετη, διαφωνώ. Πιστεύω ότι η παραδοσιακή μας μουσική, ο πλούτος της, η λαϊκή μουσική που έρχεται σαν συνέχεια από τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά, τα αστικά, τα έντεχνα μετά έχουν μια συνέχεια στον κώδικα. Αυτός ο κώδικας θα πρέπει να μείνει στις νέες γενιές με τα στοιχεία της εποχής βέβαια, δεν πρέπει να ξεχαστεί όμως, είναι το DNA μας. Τα τελευταία χρόνια ο πολιτισμός μας εντός εισαγωγικών, η ιδιοσυγκρασία μας, η γλώσσα μας έχουν δεχτεί μια εισβολή όχι απαραίτητα κακόβουλη αλλά θα πρέπει να κοιτάξουμε το χθες για να χαράξουμε το αύριο, γιατί είναι λίγο χαοτικό όλο αυτό. Και η σύγχρονη ζωή μάς μας έχει κάνει να ξεχάσουμε τα originals, τα αυθεντικά και μας κάνει να ψάχνουμε τα υποκατάστατα και να τα θεοποιούμε. Π.χ. ωραίο είναι το ketsup αλλά δεν μπορούμε να το τρώμε συνέχεια, θα πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχει και η ντομάτα πριν το ketsup!
Αν σου δινόταν η ευκαιρία και σου ζήταγαν να γράψουν και να μελοποιήσουν ένα τραγούδι που να αφορά τη ζωή και τη σταδιοδρομία σου, τι τίτλο θα φανταζόσουν ότι θα είχε το τραγούδι και σε ποιο είδος θα ήθελες να ανήκει; Στο λαϊκό, όπως και η ζωή σου ολάκερη;
Δεν ξέρω να σου πω! «Τίποτα δεν έχει αλλάξει, και τίποτα δεν είναι όπως παλιά», ίσως να ήταν ο τίτλος. Τώρα το είδος έγκειται πάντα στον δημιουργό. Δεν βάζω τοιχάκια στα είδη μουσικής μεταξύ τους.
Επίσης, ο νέος χρόνος μιας και δεν είναι καιρός που μπήκε τι θα ήθελες να φέρει σε εσένα και στους δικούς σου ανθρώπους, αν όχι αποκλειστικά σε σένα την ίδια;
Γ.Ν: Τίποτα διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους. Δύναμη για τα δύσκολα, καθαρό μυαλό, όσο γίνεται να μειώσει τις απώλειες οποιουδήποτε είδους, να ‘ναι καλά οι αγαπημένοι μου και όλος ο κόσμος! Να μην υπάρχουν για όλους μας μάντρες και τοίχοι, να μη σου κόβει δηλαδή κανείς το δρόμο. Μοιάζει και αυτό ίσως λίγο επιστημονική φαντασία. Αλλά το εύχομαι πραγματικά να μπορεί να γίνει εφικτό ό,τι ονειρευόμαστε όλοι, με τα κλασσικά να είμαστε υγιείς, να είμαστε καλά κ.λπ.
Τέλος και κλείνοντας την κουβέντα μας θα ήθελςε να πεις κάτι για τους συντάκτες και τους αναγνώστες του Μικρόφωνου;
Γ.Ν: Καθαρό μυαλό, δύναμη, υγεία, να ακούμε μουσική, να κυνηγάμε τη μουσική, μουσική που μας ηρεμεί. Ξέρεις καλό είναι να διαβάζουμε ή να ακούμε ή να ζητάμε ή να έχουμε επαφές με μουσική, βιβλία, τραγούδια που μας κάνουν όχι απαραίτητα να ξεχνιόμαστε αλλά να θυμόμαστε γιατί είναι καλό π.χ. να μας τρέξει ένα δάκρυ. Γιατί είμαστε μια αλυσίδα, κρίκοι και σαν κρίκοι κρεμόμαστε ο ένας από τον άλλον και αν σπάσεις έναν δυο κρίκους δεν είμαστε πια αλυσίδα και αυτό θα πρέπει να μας γίνει λίγο μάθημα!
Ο «Τελευταίος Εαυτός», η νέα δισκογραφική συνάντηση της Γιώτας Νέγκα με τους Οδυσσέα Ιωάννου και Θέμη Καραμουρατίδη κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία από τη Feelgood Records
Η Γιώτα Νέγκα εμφανίζεται στο Passport Κεραμεικός μαζί με τις Δήμητρα Γαλάνη και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Ένα πρόγραμμα με άρωμα γυναίκας… Διαβάστε λεπτομέρειες εδώ.
Συνέντευξη / Απομαγνητοφώνηση: Μιχάλης Σαββόπουλος
Επιμέλεια συνέντευξης: Δέσποινα Ταστσιόγλου
Φωτογραφίες: Ειρήνη Ξαγά