Ίσως η μεγαλύτερη σόου γούμαν της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έγινε η βασίλισσα της ελληνικής κωμωδίας και από τις αγαπημένες πρωταγωνίστριες του Γιάννη Δαλιανίδη την χρυσή εποχή του ελλ. Κινηματογράφου. Είχε μαγευτική υπέροχη φωνή και μια εκρηκτική, αεικίνητη παρουσία στη σκηνή. Λάμπρυνε το ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο με το αστείρευτο κέφι και την τσαχπινιά της.
Βαθιά ερωτική γυναίκα, λένε όσοι τη γνώριζαν καλά, τραγούδησε τον έρωτα σε όλη της την καριέρα, αν και τον «κορόιδεψε» αρκετές φορές στις ταινίες της με τους ρόλους της μεγαλοκοπέλας που την καθιέρωσαν στο σινεμά.
Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα, στις 20 Φεβρουαρίου 1923.
Ο πατέρας της, ήταν ο κόντες Γιάννης Βλαχόπουλος, και η μητέρα της Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και ίσως και το πιο ατίθασο. Παραμυθατζού και σκανταλιάρα. Δεν της άρεσε το σχολείο. Σπούδασε στο Ωδείο του Δραματικού Συλλόγου Κέρκυρας. Σε ηλικία 16 χρονών εργαζόταν σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα και παντρεύτηκαν το επόμενο έτος. Στο βαριετέ «Όασις», στο Ζάππειο, ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες και η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Ο Τραϊφόρος εντυπωσιάστηκε και της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, που την πάτησε και έπεσε κάτω.
Οι γονείς της Ρένας Βλαχοπούλου σκοτώθηκαν το Νοέμβριο του 1940 από βομβαρδισμούς των Ιταλών στην Κέρκυρα. Η 17χρονη Ρένα σώθηκε επειδή είχε παντρευτεί και ζούσε στην Αθήνα. Η Βλαχοπούλου το έμαθε λίγο πριν εμφανιστεί στο σανίδι του θεάτρου. Η αδερφή της πήγε στο καμαρίνι της και της μετέφερε την είδηση του θανάτου των γονιών τους. Όπως αναφέρει ο Μάκης Δελαπόρτας στη βιογραφία της: «Η Ρένα βγήκε στη σκηνή με πόνο ψυχής, κάτι που δεν ξέχασε ποτέ. Τραγούδησε εκείνο το βράδυ. Αλλά όπως μου διηγήθηκε, είπε το μισό τραγούδι, δεν άντεξε και βγήκε η Άννα η Καλουτά και είπε το υπόλοιπο». Εκείνη ήταν που στήριξε τότε όλα τα αδέλφια της.
Το κοινό τη λάτρεψε, αλλά εκείνη παρέμεινε πάντα προσιτή. Υπέγραφε αυτόγραφα με την ίδια ευκολία και ευχαρίστηση που καθάριζε το πεζοδρόμιο του σπιτιού της και τα καμαρίνια του θεάτρου. Λάτρευε το ψάρεμα, τη μαγειρική και το χαρτάκι με τους φίλους της.
«Η Ρένα ήταν δύσκολος άνθρωπος. Δεν έκανε παρέα με ανθρώπους του χώρου. Στο σπίτι της ήταν με τον άντρα της, απλή νοικοκυρά, είχε πάθος με την τάξη και την καθαριότητα.. Φύλακας άγγελος για πολλούς» αναφέρει μεταξύ άλλων, ο Μάκης Δελαπόρτας. «Ήταν «σφιχτή» σε μηδαμινά πράγματα, σε ανούσια πράγματα. Μπορεί να πήγαινες σπίτι της και να μην χόρταινες ή να σου έβαζε λίγο από το ουίσκι που είχε. Αλλά αν είχες ανάγκη πραγματική, θα έβγαζε ένα φακελάκι και θα σου έδινε λεφτά. Εμένα κάποτε μου είχαν κλέψει το σπίτι και θυμάμαι μου είχαν πάρει 100.000 δραχμές. Πήγα σπίτι της, με πολύ στεναχώρια, της είπα ότι μου συνέβη αυτό και μου είχε έναν φάκελο με τα λεφτά», είπε ο Μάκης Δελαπόρτας. Ήταν πρότυπο παραδοσιακής συζύγου και βαθιά θρησκευόμενη. Βοηθούσε πολύ τους νέους ηθοποιούς. Ήταν μανιώδης καπνίστρια και το χόμπι της ήταν το ψάρεμα και η μαγειρική.
Οι έρωτες της
Η Βλαχοπούλου αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Οι σχέσεις της με ποδοσφαιριστές ήταν έντονες και τροφοδότησαν με σκανδαλιστικούς τίτλους τα έντυπα της εποχής. Ανάμεσα στις κατακτήσεις της, ήταν και ο Σάχης της Περσίας, Ρεζά Παχλεβί, ο οποίος παντρεύτηκε αργότερα την όμορφη, θλιμμένη πριγκίπισσα Σοράγια. Μετά το διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο παντρεύτηκε τον δεύτερό της σύζυγο, τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο. Λίγα χρόνια αργότερα παίρνουν διαζύγιο. Ο μεγάλος, όμως, έρωτας της Ρένας Βλαχοπούλου ήταν ο τρίτος της σύζυγος, ο Γιώργος Λαφαζάνης, που τον γνώρισε το 1965 και παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1967.
Ωστόσο, πριν από τον μεγάλο αυτόν έρωτα, η Ρένα Βλαχοπούλου είχε κι άλλους δεσμούς, αφού, όπως είχε ομολογήσει σε συνέντευξή της: «Αγάπησα και ξανααγάπησα και ξανααγάπησα, ήμουνα λίγο ρομαντική και ερωτιάρα…».
Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο «Μοντιάλ» σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, τη Γεωργία Βασιλειάδου, κ.ά. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν. Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο «Πάνθεον» που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Ήταν η μούσα του Γιάννη Σπάρτακου. Τραγουδούσε σουίνγκ, σλόου, σάμπα. Στο είδος, όμως, που διέπρεψε ήταν η τζαζ. Ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι «Θα σε πάρω να φύγουμε», ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα.
https://www.youtube.com/watch?v=e5gIi2Y1MIE
Περιόδευσε με τον Σπάρτακο από το 1946 έως το 1951 στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα. Ο Σάχης, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα» των Τραϊφόρου-Γιαννακόπουλου με το νούμερο «Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια». Η ίδια είπε αργότερα: «Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός». Το 1960 είναι πλέον πρωταγωνίστρια στο θέατρο. Μια από τις μεγάλες της επιτυχίες μετά από πολλά χρόνια είναι η «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκι, το 1962, στο θέατρο «Μετροπόλιταν» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνωος Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη, η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις «αδελφές Τατά», μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού. Στο νούμερο «Όνειρο της Οθόνης» εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες – μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: «Αμάρτησα για το αρνί μου». Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς.
Γνωριμία με τον κινηματογράφο
Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία «Ανατολίτικες νύχτες», όπου λέγεται ότι τραγούδησε και πάλι το «Θα σε πάρω να φύγουμε» (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες», που ήταν η δεύτερη έγχρωμη ελληνική ταινία.
Στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Γιάννη Δαλιανίδη, ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, αλλά ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63, με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και την καθιέρωσε ως σταρ του μιούζικαλ.
Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Ένα κορίτσι για δύο» (500.000 εισιτήρια) και «Κάτι να καίει» (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις. Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες «Η χαρτοπαίχτρα» (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, και «Κορίτσια για φίλημα» (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, στην οποία τραγούδησε σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες «Κοντά σου, Ελλάδα μου», «Γελά γαλάζιος ο ουρανός», «H Αθήνα τη νύχτα». Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Φωνάζει ο κλέφτης» και «Ραντεβού στον αέρα», με τους Κ. Βουτσά, Ελ. Προκοπίου, Μ. Καραγιάννη, κ.α.
Το 1966, έφυγε από τη Φίνος Φιλμ και πήγε στην εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Της είχα υποσχεθεί διπλάσια αμοιβή και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά αυτή γύρισε τη «Βουλευτίνα» και το 1967 το «Βίβα Ρένα. Το 1968 υποδύθηκε τη «Ζηλιάρα». Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία «Παριζιάνα» που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες «Μια τρελή σαραντάρα» και «Η θεία μου η χίπισσα», το 1971 «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» και «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (Αλ. Σακελλάριου). Το 1972 η «Κόμισσα της Κέρκυρας» και η «Η Ρένα είναι οφσάιντ». Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
https://youtu.be/AYSNCtI3OyM
Τηλεόραση και επιστροφή στον κινηματογράφο
Το 1976 έπαιξε για πρώτη φορά στην τηλεόραση ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά «Μία Αθηναία στην Αθήνα» της ΕΡΤ (σε σκηνοθεσία Αλ. Σακελλάριου). Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία η οποία δεν την ικανοποίησε. «Δε με χωράει η μικρή οθόνη, εγώ θέλω απλωσιά. Μόνο στη μεγάλη αισθάνομαι ότι μπορώ να παίξω. Η μικρή με πνίγει γι’ αυτό ποτέ μου δεν την αγάπησα, ούτε υποθέτω και εκείνη εμένα».
Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις «Φανταρίνες» του Ντ. Δαδήρα. Την ίδια χρονιά έπαιξε στη μουσική κωμωδία «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία «Ρένα τα ρέστα σου» (Α. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990. Για τις βιντεοταινίες που είχε κάνει, είχε δηλώσει: «Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής. Το βίντεο σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου!».
ΤΡΙVΙΑ
Στον κινηματογράφο την έβγαλε ο Γιάννης Δαλιανίδης.
«Δεν ήθελε παιδιά, είχε «ρίξει» αρκετές φορές παιδιά και έλεγε ότι «τα παιδιά θέλουν κατάθεση ζωής, εγώ δεν μπορώ να το κάνω και δεν θέλω να τα μεγαλώνουν ξένες γυναίκες».
Ο Μάριος Φραγκούλης είναι ανιψιός της. Της άρεσε να αυτοσχεδιάζει συνεχώς στους ρόλους της και πολλές φορές της ξέφευγαν ατάκες με την κερκυραίικη ντοπιολαλιά.
Η Ρένα Βλαχοπούλου είχε το υψηλότερο κασέ μετά την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Ρένα Βλαχοπούλου, ήταν οι πρωταγωνίστριες εκείνης της εποχής που είχαν κόψει τα περισσότερα εισιτήρια στην ιστορία της Finos Films, αλλά δεν συνεργάστηκαν όμως ποτέ επί της οθόνης. Βρέθηκαν μαζί στη σκηνή όμως, μία και μοναδική φορά, στην ιστορική παράσταση της «Οδού Ονείρων», της επιθεώρησης που είχε ανεβάσει ο Μάνος Χατζιδάκις στο θέατρο «Μετροπόλιταν» το καλοκαίρι του 1962.
Μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά).
Ήταν μια από τις πιο καλοντυμένες Ελληνίδες και ντυνόταν πολύ μπροστά για την εποχή της.
Η Ρένα και η Κέρκυρα
Η αγάπη της για την Κέρκυρα και τους συμπατριώτες είναι ολοφάνερη στην Κόμισσα της Κέρκυρας ( 1972), όπου οι κερκυραϊκές ατάκες είναι δικές της προσθήκες στο σενάριο. Δική της επιδίωξη ήταν να γυριστεί η ταινία εξ ολοκλήρου εκτός στούντιο ώστε να προβληθούν τα αξιοθέατα και τα μνημεία της Κέρκυρας. Η ταινία αυτή ήταν μια τεράστια τουριστική προβολή για την Κέρκυρα την εποχή εκείνη. Αγαπούσε πολύ την Παλαιοκαστρίτσα. Είχε σπίτι εκεί για να περνάει τις διακοπές της.
Η αρρώστεια και το τέλος
Το 1988 αρρώστησε από γαστρορραγία. Δεν είχε πια τη γνωστή ζωντάνια της. Συνέχισε, όμως, να είναι παίζει στο θέατρο, έχοντας ακόμη την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού. Το 1990 ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς που έπαιξαν σε τηλεοπτικές σειρές ιδιωτικού καναλιού. Υπέγραψε με τον ΑΝΤ1 συμβόλαιο και το 1990-1991 έπαιξε στη σειρά «Μάμα μία», και την επόμενη χρονιά στο «Μάλιστα κύριε» με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο «Ρεξ» σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, μαζί με τους: Μητροπάνο, Γλυκερία, Μηλιώκα και τον συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο.
Την περίοδο (1992-1993) έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο «Για την Ελλάδα ρε γαμώ το». Τελευταία της παράσταση ήταν τη σεζόν 1993-94 με την «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά που ανέβηκε στο θέατρο Μπροντγουέι της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την Αλέξια, στον δίσκο «Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά», τραγουδώντας μαζί την παλιά της επιτυχία «Έχω απόψε ραντεβού». Το 1995 πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel, σε ένα επεισόδιο των «Δέκα μικρών Μήτσων» πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Η Ρένα τραγουδάει τζαζ», επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη. Σε τέσσερα τραγούδια τη συνόδευσαν ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Μάριος Φραγκούλης και η Ντέμπορα Μάγιερς.
Ατάκες της που έγραψαν ιστορία
- Χιούμορ έχω, λεφτά δεν έχω. Και από αύξηση δε βλέπω, δεν λέτε κουβέντα. Πότε θα έρθει η ώρα, όταν θα μείνω με ένα δόντι; (Μία Ελληνίδα στο χαρέμι)
- Σούζι τρως, και ψεύδεσαι και τρως (Η Παριζιάνα)
- Madame Pelagie de Paris, de combination, de κομπινεζόν, l’ escalier, toilette, very sex, ζαμανφού. (Η Παριζιάνα)
- Να πάρει η ευχή. Άντε χάσου από ‘δω. Γιατί χασμουρήθηκες; Όχι, να μη χασμουρηθείς γιατί μου έφερες γρουσουζιά. Άι μωρή, φύγε από ‘δω πέρα. (Η χαρτοπαίχτρα)
- Τώρα βυθίζομαι. Ρίχνε προτού βυθιστώ. Βυθίζομαι σε ύπνο. Κατοστάρι είπαμε μαντάμ. Μπορεί να κοιμόμαστε αλλά βλέπουμε. Βυθίζομαι σε πολύ βαθύ ύπνο. Ρίξε κι άλλο. (Μία Ελληνίδα στο χαρέμι)
- Πέθανε ο θείος. (Μία Ελληνίδα στο χαρέμι)
Ταινίες της
1953 Ανατολίτικες νύχτες, 1956 Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες, 1962 Όταν λείπει η γάτα, 1962 Μερικοί το προτιμούν κρύο, 1963 Κάτι να καίει, 1963 Ένα κορίτσι για δύο
1964 Κορίτσια για φίλημα, 1964 ‘Η χαρτοπαίχτρα, 1965 Φωνάζει ο κλέφτης, 1966 Ραντεβού στον αέρα, 1966 Η βουλευτίνα, 1967 Βίβα Ρένα, 1968 Η ζηλιάρα, 1969 Η Παριζιάνα
1970 Μία τρελή τρελή σαραντάρα, 1970 Η θεία μου η χίπισσα, 1971 Ζητείται επειγόντως γαμπρός, 1971 Μια Ελληνίδα στο χαρέμι, 1972 Η Ρένα είναι οφ-σάιντ, 1972 Η κόμισσα της Κέρκυρας
1979 Οι φανταρίνες, 1980 Ρένα να η ευκαρία, 1981 Η πολιτσμάνα
1982 Η μανούλα, το μανούλι και ο παίδαρος, 1983 Σιδηρά Κυρία, 1985 Ρένα τα ρέστα σου
Βιντεοταινίες
1985 Ένα τραγούδι θα σου πω, 1986 Η πολυτεχνίτισσα, 1986 Σας έπιασα στα πράσα, 1987 Η βασίλισσα της ρέγγας, 1986 Η Μάτα Χάρι ξαναχτυπά, 1987 Η μεγάλη ρεμούλα, 1988 Όρμα Ρένα στην αρένα, 1989 Μια Ρένα χωρίς… φρένα, 1989, Η γόησσα, 1990 Είσαι το λαχείο μου
Τηλεόραση
1976 Μία Αθηναία στην Αθήνα, 1983 Στοπ καρέ, 1990 Μάμα μία, 1991 Μάλιστα κύριε, 1995 Δέκα μικροί Μήτσοι
Ραδιόφωνο
1978 Το τρίτο στεφάνι (όπου έκανε τη Νίνα) Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΙΡ
Η Ρένα και η μουσική
Το 1959, στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγούδησε το «Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας» των Καπνίση – Σοφού. Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγούδησαν το Πρώτο χελιδόνι. Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνο Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά κέντρα. Ο Σπάρτακος έγραψε γι’αυτήν το περίφημο «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», που την έκανε έκανε γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Ήταν το πρώτο ελληνικό τραγούδι που έγινε παγκοσμίως γνωστό. Πήγαν μαζί στην Αμερική και έκαναν πολλές εμφανίσεις μαζί. Στη δισκογραφία και το ραδιόφωνο λοιπόν ερμήνευσε κυρίως ελαφρά τραγούδια, στους ρυθμούς που ήταν στη μόδα κάθε φορά (βαλς, τάγκο, μπιγκίν, σάμπα και ελάχιστα κομμάτια από το ρεπερτόριο της κατοχικής τζαζ), πέρασε από το αρχοντορεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι και διέπρεψε στο αφηγηματικό τραγούδι που αναδείκνυε τη σπάνια εκφραστικότητά της.
Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά. Μαζί της τραγούδησαν η Άντζελα Ζήλεια, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιώργος Σωτηρόπουλος, η Αλέκα Κανελλίδου, ο Δάκης και η Μπέσσυ Αργυράκη. Την ενορχήστρωση επιμελήθηκαν οι Γιώργος Νιάρχος, Κώστας Κλάββας και Τάκης Αθηναίος. Η συναυλιακή αυτή επέτειος προλογίστηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο.
Τραγούδησε ακόμα Πλέσσα, Μουζάκη, Θεοφανίδη, Θεοδοσιάδη. Κάποια από τα τραγούδια της: Ας πάει και το παλιάμπελο, Γελά γαλάζιος ουρανός, Γλυκιά ζωή, Γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, Δυο αδερφάκια είμαστε, Είμαι γυναίκα, Είσαι το μεγάλο μου αμόρε, Έχω απόψε ένα κέφι τρελό, Έχω απόψε ραντεβού, Έχω δικαίωμα κι εγώ, Έχω στενάχωρη καρδιά, Η Αθήνα τη νύχτα, Η αρτίστα, Η Κερκυραία, Η μεγάλη ευκαιρία, Η μοδίστρα, Η μπάλα είναι στρογγυλή, Ήρθε το αγόρι μου, Κάτι να καίει, Κέρκυρα – Κέρκυρα, Όλα μού μιλάνε για σένα, Ομόνοια πλας, Ποτέ δεν είν’ αργά, Πω, πω, πω, Σαν ξημερώνει Κυριακή, Σατράπη μου, Το πετεινάρι, Υψηλή κοινωνία, Φεύγουν τα χρόνια
Το 1995 βραβεύτηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο «Δημήτρη Ψαθά» για την ερμηνεία της στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, στο θέατρο Μπρόντγουεϊ. Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο «Βίβα Ρένα» από τις εκδόσεις «Άγκυρα» με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες. Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985.
Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του ζαχάρου που την ταλαιπωρούσε για χρόνια. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο 31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος» που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους