«Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος»: Τρεις κύκλοι τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταμάτη Κραουνάκη και του Νίκου Μαμαγκάκη με κεντρικό άξονα την ανδρική ομοφυλοφιλία
Άλλοτε μ’ ευρηματικότητα κι ευαισθησία κι άλλοτε παντελώς ανέμπνευστα και τετριμμένα, όλοι οι δημιουργοί ανεξαιρέτως έχουν υμνήσει τον έρωτα. Στο ελληνικό ρεπερτόριο μπορεί κανείς να βρει τραγούδια για κάθε είδους σχέση και για κάθε είδους ερωτική επιθυμία. Η ομοερωτική έλξη δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση. Μπορεί μέχρι και πρόσφατα η ομοφυλοφιλία να θεωρείτο ταμπού, ωστόσο, αρκετοί συνθέτες και στιχουργοί τόλμησαν να θίξουν μέσα απ’ τα τραγούδια τους ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας και ταυτότητας φύλου.
Οι διάφορες μελοποιήσεις των ποιημάτων του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη που έχουν γίνει κατά καιρούς δεν λαμβάνονται υπόψιν, καθώς οι εκάστοτε συνθέτες δεν επιχείρησαν να προσεγγίσουν τα ποιήματα μέσα από τα ομοφυλοφιλικά τους νοήματα. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν τα «Τραγούδια της αμαρτίας» (1996), ένας κύκλος τραγουδιών με δεκατέσσερα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά, μελοποιημένα από το Μάνο Χατζιδάκι. Το έργο αυτό απασχόλησε το συνθέτη τα τελευταία χρόνια της ζωής του κι εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Καθώς δεν πρόλαβε να το ηχογραφήσει και να το ενορχηστρώσει, κυκλοφόρησε σε μια εκδοχή για φωνή και πιάνο, με ερμηνευτή τον Ανδρέα Καρακότα και πιανίστρια την Ντόρα Μπακοπούλου. Με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος», ο μεγάλος συνθέτης συστήνει το εν λόγω έργο ως «μια πολύχρωμη τοιχογραφία που περιέχει βυζαντινές υμνωδίες, λαϊκούς ρυθμούς και μια στρατιωτική μπάντα που παίζει επίμονα το “Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ” του Βάγκνερ», αφιερώνοντάς το «σ’ όσους μπορούν ακόμη να διαβρωθούν από τη Μουσική και το Τραγούδι».
Οι απόκοσμες και λυπημένες μελωδίες, με έντονες επιρροές από τη βυζαντινή μουσική και τους δρόμους του ρεμπέτικου τραγουδιού, μάς ταξιδεύουν στον εξίσου θλιμμένο και περιθωριακό κόσμο του Χριστιανόπουλου. Ο έρωτας για το ίδιο φύλο μένει συνήθως ανεκπλήρωτος, κι αν εκπληρωθεί, θα είναι πρόσκαιρος και πιθανότατα επί χρήμασι. Στα «Τραγούδια της αμαρτίας» ο καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος «γίνεται ένα με τους τσακισμένους», ταυτίζεται με τους «κατατρεγμένους» αριστερούς («παρόλο που κι αυτοί τον κατατρέχουν») και μ’ ένα «καημένο γαϊδουράκι που διαβαίνει/χωρίς ποτέ να χάρηκε στοργή». Αν και ο ίδιος υιοθετεί μια παθητική στάση, το αντικείμενο του πόθου του εξιδανικεύεται («μες στο σκοτάδι χάνεται η ασκήμια μου/μέσα στο φως λάμπει η ομορφιά σου») και οικειοποιείται τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του φύλου του («πιο όμορφο άρωμα από τον ιδρώτα σου δεν έχει»). Ο ήρωας των ποιημάτων δεν διεκδικεί ίσα δικαιώματα ούτε μια αποδεκτή απ’ το κοινωνικό σύνολο σχέση: το μόνο που ψάχνει απεγνωσμένα είναι «ένας ώμος ν’ ακουμπάει την πίκρα του/ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή του»…
Η ατμόσφαιρα του δίσκου «Μόνον άντρες» (1983) είναι σαφώς διαφορετική, με τα κομμάτια να μην εστιάζουν στην απόγνωση και στην περιθωριακή ζωή των ομοφυλοφίλων, αλλά σε περισσότερες και πιο «φωτεινές» εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους. Τη μουσική υπογράφει ο Σταμάτης Κραουνάκης, τους στίχους ο Γιώργος Παυριανός, ο Γιώργος Ευσταθίου, ο συνθέτης και σ’ ένα κομμάτι η Λίνα Νικολακοπούλου, και τις ενορχηστρώσεις ο Νίκος Δανίκας. Μπροστά στο μικρόφωνο βρίσκεται ο Γιώργος Μαρίνος, προσδίδοντας τη θεατρικότητά του στο όλο εγχείρημα. Το ομότιτλο κομμάτι, με τα πλήκτρα και τα κρουστά ν’ αποτυπώνουν το μουσικό κλίμα των 80s, ανήκει αναμφίβολα στα πιο «σκοτεινά» του δίσκου, όπως υποδηλώνει κι ο στίχος «Άντρες/που ονειρεύονται γυμνοί/κι εκλιπαρούνε τη σιωπή σου/μόνο άνδρες/ γδύσου». Στο ίδιο πλαίσιο, μουσικά και στιχουργικά, εντάσσεται το «Σινεμά», απεικονίζοντας το «ψωνιστίρι» σε δημόσιους χώρους, και το «Αθήνα – Θεσσαλονίκη», το οποίο περιγράφει μία Οδύσσεια αναζήτησης ερωτικών συντρόφων, με όλες τις ενοχές που συνεπάγονται και με όλους τους κινδύνους που ελλοχεύουν («τα οτοστόπ κι εσύ/χωρίς αναστολή/ανώνυμα μοιράζεις τη ζωή σου»).
Το «Ξενοδοχείον Κέκρωψ», ένα από τα πιο τρυφερά και μελωδικά κομμάτια του συνθέτη, περιγράφει τις ερωτικές συνευρέσεις ενός γκέι ζευγαριού «σε ύποπτο ξενοδοχείο», ενώ στο ρυθμικό και απενοχοποιημένο «Τζεζαμπελίτο Κουτουπέ» τον ερμηνευτή συνοδεύουν παιδικές φωνές και σφυρίχτρες, και η λέξη «γκέι» φαίνεται ν’ ακούγεται για πρώτη φορά σε ελληνικό τραγούδι. Στην «Οπλαρχηγό Ελένη» ο Γιώργος Μαρίνος τραγουδάει για μία εκδιδόμενη τρανσέξουαλ και στην «Τσικίτα Τιμπώ», που μουσικά έχει έντονα τα στοιχεία του καμπαρέ, για μία drag queen, συμπληρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα ψηφιδωτό εικόνων της ευρύτερης ομοφυλοφιλικής κοινότητας.
Το «Κέντρο διερχομένων» (1982), σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη και στίχους του ποιητή Γιώργου Ιωάννου, αποτελεί έναν κύκλο τραγουδιών που πρωταγωνίστρια φαίνεται να είναι η Ομόνοια, στην οποία ο αείμνηστος λογοτέχνης είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο λεύκωμα με φωτογραφίες και κείμενα («Ομόνοια 1980»), και όχι η LGBT+ κοινότητα. Στις συνθέσεις και στις ενορχηστρώσεις συνυπάρχουν το λαϊκό με το λυρικό ύφος, με το Δημήτρη Κοντογιάννη να επωμίζεται ερμηνευτικά το βάρος των λαϊκών τραγουδιών, το Δημήτρη Ψαριανό των λυρικών και την Ελευθερία Αρβανιτάκη να διασχίζει και τους δύο δρόμους. Φορώντας την περσόνα της πόρνης, η ερμηνεύτρια νοηματοδοτεί τα κομμάτια εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο του ετεροφυλοφιλικού έρωτα («Μη μιλάς και μην κουνιέσαι/δείξε σοβαρότητα/μη μας πάρει κάνα μάτι/και ζητούν ταυτότητα»), αν κι επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες («Δε θέλω να μας δούνε/μισώ το μάτι τους/εγώ ποτέ δεν είπα/για το κρεβάτι τους»), ενώ στα τρία ερωτικά κομμάτια που ερμηνεύει αισθαντικά ο Δημήτρης Ψαριανός («Κλειστά παράθυρα», «Το νιώθω τώρα», «Δεν ξέρω πια»), το φύλο του αντικειμένου του πόθου δεν καθίσταται σαφές, παρότι οι ομοφυλοφιλικοί υπαινιγμοί είναι εμφανείς («Το σπίτι ευωδιάζει απ’ την ανάσα σου/τα μέλη σου ανθούνε στο ημίφωτο/Έλα και τύλιξέ με/δε ζητώ φαΐ»).
Στα εν λόγω κομμάτια οι στίχοι του Ιωάννου παραπέμπουν κάπως στα ποιήματα του Χριστιανόπουλου, τα «Τραγούδια της αμαρτίας» του οποίου, μαζί με τα κομμάτια στο «Μόνον άντρες», αποτελούν μέχρι και σήμερα τους μοναδικούς κύκλους τραγουδιών της ελληνικής δισκογραφίας με θέμα την ομοφυλοφιλία, μιας και στο «Κέντρο διερχομένων» υπάρχουν μόνο υπαινιγμοί και σκόρπιες αναφορές. Σκόρπια τραγούδια για την σεξουαλική και την έμφυλη ταυτότητα έχουν γραφτεί κατά καιρούς και από άλλους δημιουργούς, τα οποία θα παρατεθούν εκτενώς στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος.