82 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του «πατέρα» της ψυχανάλυσης.
Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 1939 όταν πέθανε ο θρύλος της ψυχιατρικής και θεμελιωτής της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόυντ (Σιγκίσμουντ Σάλομον Φρόυντ).
Γέννηση και παιδικά χρόνια
Γεννημένος τον Μάιο του 1876 σε μια πόλη της Τσεχίας, που σήμερα ονομάζεται Πρίμπορ (τότε αποτελούσε μέρος της Αυστρίας) από τον έμπορο μαλλιού Γιάκομπ Φρόυντ και την Αμαλί Νάθανσον, πήρε το εβραϊκό όνομα Σάλομον από τον παππού του που είχε πεθάνει μόλις δύο μήνες πριν, εκτός από το γερμανικό Σίγκμουντ. Ο πατέρας του, Γιάκομπ, είχε αποκτήσει άλλα δύο αγόρια και πέντε κορίτσια με την Αμαλί. Λόγω της αυξανόμενης ανεργίας αλλά και του ολοένα και αυξανόμενου εθνικισμού εναντίον των γερμανόφωνων Εβραίων, η οικογένεια μετακόμισε στη Λειψία τρία χρόνια αργότερα, και, έναν χρόνο μετά, στη Βιέννη. Ο Φρόυντ μεγαλώνει μέσα σε μια ιουδαϊκή οικογένεια, εξοικειώνεται όμως και με την καθολική λειτουργία λόγω της καθολικής γκουβερνάντας του. Το ενδιαφέρον του για τη Βίβλο ήταν μεγάλο από νεαρή ηλικία ακόμα, και εξελίχθηκε σε μια συνεχή επιρροή για εκείνον, παρότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν αντίθετος στους θρησκευτικούς κανόνες, κάτι που τον οδήγησε να υιοθετήσει μια αθεϊστική στάση ζωής. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε το υψηλό νοητικό του επίπεδο, και οι επιδόσεις του ήταν άριστες, καθώς ήταν και πολύ πειθαρχημένος. Την εκπαίδευση του είχαν αναλάβει αρχικά οι γονείς του, και αργότερα πήγε σε ιδιωτικό σχολείο. Στα εννέα του χρόνια πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις φημισμένου ιδιωτικού γυμνασίου, από όπου και αποφοίτησε με επαίνους και διακρίσεις, ενώ η έμφυτη κλίση του για τις γλώσσες ήταν εμφανής, έχοντας μεγάλη ευχέρεια στα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά, τα Γαλλικά και τα Αγγλικά.
Οι σπουδές και η αρχή του ερευνητικού έργου
Το 1873 ξεκίνησε τις σπουδές του στην ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, παρακολουθώντας, εκτός από τα απαιτούμενα μαθήματα, και φιλοσοφία, με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μόλις τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε την πρώτη του πρωτότυπη έρευνα, υπό την επίβλεψη του καθηγητή ζωολογίας Καρλ Κλάους, και υπήρξε ένας από τους πρώτους επιστήμονες των οποίων η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από τον Ζωολογικό Πειραματικό Σταθμό που είχε ιδρυθεί στην Τεργέστη. Μετά το τρίτο έτος των σπουδών του, ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον φυσιολόγο Έρνστ Βίλελμ Φον Μπρύκε, εκπρόσωπο της σχολής φυσιολογίας Helmholtz, με αποτέλεσμα την ίδια χρονιά να γίνει δεκτός στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Μπρύκε στο πανεπιστήμιο ως ερευνητής φοιτητής. Μέσα από μια έρευνα που πραγματοποίησε, εξέφρασε έναν γενικότερο προβληματισμό, που αποτελούσε μείζον θέμα της εποχής εκείνης, σχετικά με το εάν το νευρικό σύστημα των ανώτερων ζώων διαφέρει από εκείνο των κατώτερων. Αυτή του η έρευνα κατέληξε σε μία μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη, καθώς αποδείκνυε ότι τα κύτταρα του νευρικού συστήματος των κατώτερων ζώων εμφάνιζαν μια συνέχεια με αυτά των ανώτερων, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της ακαδημίας λίγο μετά.
Η πρώτη επαφή με την ψυχιατρική
Το 1881 αποκτά το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις, παρότι είχε καθυστερήσει σχετικά με άλλους συμφοιτητές του, αποτέλεσμα της ερευνητικής του δραστηριότητας. Παράλληλα, συνέχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο του Μπρύκε, αποδεικνύοντας την αγάπη του προς την έρευνα και την αποστροφή του προς την άσκηση της ιατρικής. Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, η δυσμενής οικονομική του κατάσταση σε συνδυασμό με τον αρραβώνα του με την Μάρθα Μπέρναυς το ίδιο έτος και την επιθυμία του να κάνει οικογένεια, τον αναγκάζει να αφήσει πίσω του τη θεωρητική καριέρα του. Ξεκινά να εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου οι οικονομικές απολαβές ήταν σαφώς μεγαλύτερες, όπου εντάσσεται για σύντομο χρονικό διάστημα στο τμήμα της χειρουργικής, και αργότερα της παθολογίας. Τελικά, μετατίθεται στο ψυχιατρικό τμήμα και έπειτα στο δερματολογικό, θέλοντας να αποκτήσει εμπειρία πάνω στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος.
Η περίοδος της κοκαΐνης
Την περίοδο 1884 – 1885 ο Φρόυντ πραγματοποίησε σημαντικές μελέτες πάνω στην κλινική χρήση της κοκαΐνης και συγκεκριμένα στην χρήση της σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης, σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο τη λεγόμενη “περίοδο της κοκαΐνης”. Η μελέτη του, “Περί κοκαΐνης” εκδόθηκε το 1885 και κατέληγε στο συμπέρασμα πως η κοκαΐνη ήταν κατάλληλη για χρήση σε περιπτώσεις νευρασθενειών και δυσπεψίας, ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως υποκατάστατο της μορφίνης. Η εν λόγω μελέτη του Φρόυντ έστρεψε το ενδιαφέρον κι άλλων ιατρών στην κοκαΐνη, και λίγους μήνες αργότερα, ο οφθαλμολόγος Καρλ Κόλερ ανακάλυψε πως λειτουργεί αναισθητικά στο μάτι, επεκτείνοντας κι άλλο την χρήση της.
Οι ρηξικέλευθες ανακαλύψεις και η διακοπή των συνεργασιών
Την ίδια χρονιά, διορίστηκε ως υφηγητής του τμήματος Νευροπαθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, και κέρδισε μια ταξιδιωτική υποτροφία, στα πλαίσια της οποίας ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου και αφιερώθηκε για διάστημα περίπου πέντε μηνών σε μελέτες στη νευρολογία. Εκεί γνώρισε και τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό, έναν από τους πλέον σημαντικούς νευροπαθολόγους της εποχής, δίπλα στον οποίο εργάστηκε, ανακαλύπτοντας την ίδια περίοδο και την ψυχολογική πλευρά της νευροπαθολογίας. Το 1886 ξεκίνησε να εργάζεται ως νευρολόγος στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής του καθηγητή Μαξ Κάσοβιτς, ενώ παράλληλα άνοιξε το ιδιωτικό του ιατρείο, με την κύρια πελατεία του να απαρτίζεται κυρίως από νευρωτικούς ασθενείς. Αφού ξεκίνησε χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές θεραπείες της εποχής, όπως ήταν η ηλεκτροθεραπεία και τα ιαματικά λουτρά, στράφηκε στη μέθοδο της ύπνωσης, της οποίας τα θεαματικά αποτελέσματα τον ώθησαν να γίνει ένθερμος υποστηρικτής της. Συνεργαζόμενος με τον διακεκριμένο ιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ, μελέτησαν περιπτώσεις ασθενών με υστερία, αποκτώντας σταδιακά μεγάλη εμπειρία πάνω στο θέμα, και δημοσίευσαν τις “Μελέτες για την Υστερία”(Studien uber Hysterie) το 1895, έργο από το οποίο θεωρείται πως γεννήθηκε η Ψυχανάλυση. Αυτό στάθηκε ως αφορμή να σταματήσει τη θεραπευτική μέθοδο της ύπνωσης, και να στραφεί στη ψυχαναλυτική μέθοδο, παρατηρώντας μέσα από συνεδρίες με ασθενείς ότι οι σεξουαλικοί παράγοντες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις νευρώσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι “Μελέτες για την Υστερία” δεν βρήκαν υπέρμαχους στην συντηρητική ιατρική κοινότητα, με τον Φρόυντ και τον Μπρόιερ να διακόπτουν τη συνεργασία τους, για παρόμοιους λόγους, με τις επαναστατικές ιδέες του πρώτου να μην βρίσκουν ανταπόκριση από τον δεύτερο.
Η “απομόνωση” και η έκδοση σημαντικών έργων
Μέχρι το 1906 περίπου, ο Φρόυντ διανύει μία από τις πιο δημιουργικές φάσεις της ζωής του, παρά την απομόνωση του από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο, και ανακαλύπτει το λεγόμενο “οιδιπόδειο σύμπλεγμα” – η αποτύπωση της αγάπης κάθε παιδιού για τον ένα γονιό, και η ζηλότυπη εχθρότητα προς τον άλλο – μια εξέχουσας σημασίας ανακάλυψη. Το 1899 εκδίδεται “Η Ερμηνεία των Ονείρων” (Die Traumdeutung) ένα από τα πιο σημαντικά έργα του, στο οποίο αναλύει τη θεωρία του ότι τα όνειρα είναι μια έκφραση των βαθύτερων και πιο καταπιεσμένων επιθυμιών του ανθρώπου. Το βιβλίο αυτό ωστόσο αγνοήθηκε για περίπου μια δεκαετία πριν αναγνωριστεί η αξία του. Το 1904 και το 1905 εκδίδονται άλλα δύο βιβλία του, το “Για την ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής” (ZurPsychopathologie des Alltagslebens) και οι “Τρείς πραγματείες για την θεωρία της σεξουαλικότητας” (DreiAbhandlungenzurSexualtheorie), με το δεύτερο να ενισχύει την αντιδημοτικότητά του σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό.
Δημόσια αναγνώριση και διεθνείς συνεργασίες
Η δημόσια αναγνώριση δεν άργησε να έρθει, καθώς όλο και περισσότεροι διακεκριμένοι ψυχίατροι εφάρμοζαν με επιτυχία τις μεθόδους ψυχανάλυσης του Φρόυντ. Συνεργάστηκε με μερικούς από τους σημαντικότερους επιστήμονες της εποχής, και το 1908 πήρε μέρος σε ένα συνέδριο του Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, το οποίο ονομάστηκε “Συνάντηση για τη Φροϋδική Ψυχολογία”, και εμφανίστηκαν 42 σύνεδροι. Το 1909 γίνεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κλαρκ στη Μασαχουσέτη, μετά από πρόσκληση του Στάνλεϊ Χωλ, που κατά τον ίδιο αποτέλεσε την πρώτη δημόσια αναγνώριση του έργου του. Εφόσον ο Φρόυντ ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο “ιδρυτής” μιας νέας σχολής ψυχανάλυσης, άρχισαν να φαίνονται οι διαφορές του από άλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και ο Καρλ Γιούνγκ, οι οποίοι είχαν άλλες απόψεις και διαφορετικές προσεγγίσεις. Αυτό στάθηκε η αιτία να διαρραγούν οι σχέσεις τους, τόσο επαγγελματικά, όσο και φιλικά. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο κύκλος συνεργατών του μειώθηκε αισθητά, και η επικοινωνία του με επιστήμονες του εξωτερικού διακόπηκε. Ωστόσο, εκείνος παρέμεινε δραστήριος στην αρχή, δημοσιεύοντας μια σειρά πραγματειών με αντικείμενο την “μεταψυχολογία”, αλλά και το πρώτο μέρος του έργου του “Παραδόσεις εισαγωγής στην ψυχανάλυση”.
Προσωπικές δυσκολίες και προσωπική ζωή
Στο μεταξύ, ο Φρόυντ είχε αποκτήσει έξι παιδιά με τη γυναίκα του, Μάρθα, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι γιοί του κλήθηκαν να πολεμήσουν, ενώ ένας από αυτούς αγνοούνταν για πολύ καιρό, καθώς ήταν αιχμάλωτος στην Ιταλία. Αυτό, σε
συνδυασμό με την γενικότερη ανέχεια και τις δύσκολες συνθήκες, στάθηκαν εμπόδιο στην παραγωγικότητα του Φρόυντ. Καθώς μεγάλος αριθμός στρατιωτών υπέφερε από “μετατραυματικές ψυχώσεις” λόγω του πολέμου, με την ψυχανάλυση να αποτελεί καίριο εργαλείο για την αντιμετώπιση αυτών. Με την διοργάνωση του Πέμπτου Διεθνούς Ψυχαναλυτικού Συνεδρίου στην Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών (όπου και παρευρέθηκαν εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Γερμανίας), ο διακεκριμένος ψυχίατρος παρουσιάζει την εργασία “Δρόμοι της ψυχαναλυτικής θεραπείας”, η οποία κερδίζει σημαντικά το δημόσιο ενδιαφέρον. Ο θάνατος ενός πολύ καλού του φίλου, του Άντον φον Φρόυντ, αλλά και της κόρης του, Σοφίας, το 1920, αποτέλεσαν δύο ισχυρά πλήγματα για τον Φρόυντ. Ωστόσο, η παραγωγικότητά του κάθε άλλο παρά μειώθηκε. Την ίδια χρονιά, ολοκλήρωσε ένα πολύ σημαντικό του έργο, το βιβλίο με τίτλο “Πέραν της αρχής της ηδονής”, όπου εξέφραζε τη σχέση της ζωής με το θάνατο, το οποίο όμως δεν έτυχε θερμής υποδοχής ακόμα και από τους πιο πιστούς οπαδούς του. “Το Εγώ και το Αυτό”, στο οποίο ανέπτυξε μια νέα θεωρία σχετικά με την ψυχική δομή, επεκτείνοντας για άλλη μια φορά τα όρια της ψυχανάλυσης, θεωρείται το κορυφαίο του έργο, αποδεικνύοντας ότι διένυε την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του. Τα βιβλία του μεταφράζονταν και γίνονταν ολοένα και πιο περιζήτητα, αν και ο ίδιος δεν απολάμβανε αυτή την απότομη αύξηση της δημοτικότητάς του, θεωρώντας ότι τον αποσπά από το ήρεμο επιστημονικό του έργο.
Τα τελευταία χρόνια
Τα επόμενα χρόνια, η υγεία του επιδεινώνεται συνεχώς, με τον ίδιο να υποβάλλεται συνολικά σε 32 χειρουργεία, ενώ άλλη μια άσχημη είδηση, ο θάνατος της εγγονής του, τον απομακρύνουν από τη συγγραφή και το επιστημονικό έργο. Ασχολήθηκε, ωστόσο, με το θέμα της άσκησης της ψυχανάλυσης από άτομα που δεν ήταν ιατροί, ενώ μέχρι τις αρχές του 1930 δημοσίευσε κι άλλα σημαντικά του έργα. Το 1933, την εποχή της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, πολλά από τα βιβλία του Φρόυντ, όπως και άλλων επιστημόνων, κάηκαν, ενώ ταυτόχρονα, με διαταγή, απαγορευόταν η είσοδος των Εβραίων επιστημόνων στα συνέδρια. Το 1938, με τον κλοιό του ναζιστικού καθεστώτος να σφίγγει όλο και περισσότερο, ο Φρόυντ αναγκάζεται να μετακομίσει στο Λονδίνο, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί, τον υποδέχτηκαν με τιμές. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή στις 23 Σεπτεμβρίου 1939.