Ο Αλέκος Συσσοβίτης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, είναι γνωστός για την αυθεντικότητα του, το πάθος και την αφοσίωση του στον χώρο της τέχνης. Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, έχει καταφέρει να ξεχωρίσει τόσο από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όσο και από το θέατρο, εντυπωσιάζοντας το κοινό με την ευαισθησία, την ένταση και την αλήθεια που μεταφέρει μέσα από τους ρόλους του.
Η καριέρα του ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 90’ και από τότε έχει καταφέρει να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στην ελληνική τέχνη, πρωταγωνιστώντας σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές, ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Με αφορμή τη χειμερινή τηλεοπτική σεζόν είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Μιλήσαμε για την πορεία του, τις εμπειρίες του αλλά και για τις προκλήσεις που έχει αντιμετωπίσει κατά καιρούς, καθώς και για τα σχέδια του για το μέλλον.
Κύριε Συσσοβίτη, φέτος θα σας απολαύσουμε στον δεύτερο κύκλο της σειράς «Ο Γιατρός» που θα προβληθεί από την τηλεόραση του Alpha. Μιλήστε μας για το ρόλο σας.
Πάντα υπάρχει μία διοίκηση, υπάρχει μια εξουσία που κινεί τα νήματα και ιδίως την περίοδο του κορωνοϊού – την περίοδο που διαδραματίζεται η σειρά. Η διοίκηση λοιπόν κάνει έναν έλεγχο για να δει αν πάνε ή όχι καλά τα πράγματα και ποιοί ευθύνονται για την μη σωστή διαχείριση της κατάστασης. Εκεί εμφανίζεται ο δικηγόρος Αργύρης Σταθάτος – τον οποίο υποδύομαι εγώ – ο οποίος έρχεται να ελέγξει την κατάσταση, αλλά στην ουσία σκοπός του είναι να παραγκωνίσει τον Ανδρέα Βρεττό – Κωνσταντίνο Μαρκουλακη – , τον βασικό γιατρό της ιστορίας μας. Στον πρώτο κύκλο της σειράς ο Βρεττός αντιμετώπισε ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας και αυτό κάποιες φορές τον κάνει να λειτουργεί πάρα πολύ συναισθηματικά και καθόλου ψύχραιμα. Ο Βρεττός διεκδικεί ξανά τη θέση του διευθυντή, το νοσοκομείο όμως επιφυλάσσεται για το όλον και εδώ ξεκινάει η αντιπαράθεση. Ουσιαστικά η διεκδίκηση για το ποιος κάνει κουμάντο και ποιος ελέγχει τα πράγματα… δεν νομίζω ότι πρέπει να αποκαλύψουμε μετέπειτα κομμάτια της ιστορίας, αρχικός καμβάς ωστόσο είναι αυτός, ότι δηλαδή θα έχουμε μία συγκρουσιακή σχέση μεταξύ δικηγόρου και γιατρού αλλά και του νοσοκομείου εν γένει, γιατί ο δικηγόρος αυτός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί καταστάσεις για να επιβάλει κάποια θέλω.
Παίζοντας σε ένα έργο που έχει ως θέμα την περίοδο του κορωνοϊού ξυπνήσανε δικές σας μνήμες από την τότε εποχή; Θυμάστε πως το βιώσατε όλο αυτό τότε ή είναι κάτι που έχει διαγραφεί από τη μνήμη σας; Με αφορμή το ρόλο επανεξετάσατε τα γεγονότα της περιόδου εκείνης;
Προφανώς και θυμάμαι όλα πολύ καλά εκείνη τη περίοδο, ειδικά το τεράστιο ερωτηματικό που υπήρχε για το αν τα πράγματα γίνονται σωστά. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να εκμεταλλεύεται καταστάσεις. Και τότε υπήρξαν κάποιοι, λίγοι, που εκμεταλλεύτηκαν τις ανάγκες των πολλών. Επίσης είναι στη φύση του ανθρώπου να είναι επιφυλακτικός σε κάθε τι καινούριο. Υπήρξε κόσμος που αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της επιστήμης και της ιατρικής, ενώ άλλοι φυσικά την υποστήριξαν με το καλύτερο δυνατόν τρόπο. Σίγουρα με ενδιαφέρει όταν πίσω από μία πράξη υπάρχει ένα προσωπικό κίνητρο, ή υπάρχει το προσωπικό συμφέρον και αυτό είναι που κάνει τα πράγματα κτητικά, γιατί περί αυτού πρόκειται, ζούμε σε ένα πλανήτη που είναι εμφανές ότι ο ισχυρός θέλει να καταπατήσει τον ανίσχυρο και ο ανίσχυρος από την άλλη πλευρά έχει μια άλλη θέση απέναντι στον ισχυρό γιατί αυτή είναι η φύση των πραγμάτων επιστημονικά η δράση φέρνει αντίδραση και έτσι πάμε παρακάτω.
Οι ρόλοι που σας δίνουν συνήθως είναι συμβατοί με την εμφάνιση σας… του ωραίου, του γοητευτικού, του βαρύ άντρα που είναι και μπλεγμένος σε δολοπλοκίες και ιστορίες μυστήριες… Έχετε συμβιβαστεί με αυτό ή προσπαθείτε να το αποφύγετε όσο περνάει από το χέρι σας;
Δεν είναι κάτι που έχω επιλέξει ούτε έχω συμβιβαστεί. Οι ρόλοι μου δεν είναι μόνο αυτό που λες. Να σου θυμίσω ότι έχω βραβευτεί για το ρόλο μου στο «Χορεύοντας στη σιωπή» όπου υποδυόμουν έναν πολύ καλό οικογενειάρχη που όχι μόνο θυσιάστηκε, αλλά ήταν και το θύμα της υπόθεσης. Όπως όλοι οι ηθοποιοί, έτσι και εγώ έχω υποδυθεί διάφορους ρόλους στη καριέρα μου. Η εικόνα μας είναι πολύ συγκεκριμένη και καθοριστική. Για να «σπάσεις» το προφανές και να παίξει τελείως διαφορετικούς ρόλους, πρέπει να έχεις και τη δυνατότητα να το κάνεις και ζούμε σε μία χώρα που δεν μπορείς να επιλέγεις πάντα ρόλους για να δείξεις τις ικανότητες σου ή για να εκφράσεις τις ανησυχίες σου. Η αγορά είναι συγκεκριμένη και αν ο ρόλος απαιτεί έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, έναν δυναμικό άνθρωπο σίγουρα θα το προτείνουν σε αυτόν που το παρουσιαστικό του ταιριάζει με το ρόλο. Το καταλαβαίνω αυτό, προφανώς και δεν μου αρέσει, ούτε το ασπάζομαι πάντα αλλά το καταλαβαίνω. Ξέρεις Ουρανία, έχω απορρίψει πολλούς ρόλους για αυτό το λόγο, δεν ήθελα να περπατήσω για ακόμα μια φορά στο ίδιο μοτίβο. Βέβαια δεν είναι μόνο η τηλεόραση στη ζωή μου, είναι και το θέατρο και εκεί πολέμησα για να μπορώ να παίξω και διαφορετικούς ρόλους και το κατάφερα στο βαθμό που μπορούσα. Γιατί σε αυτή τη χώρα συνήθως είσαι μόνος σου και πρέπει να σηκώνεις το βάρος μόνος σου. Οπότε αν είναι να κάνεις κάποιες παραγωγές για να παίξεις τους ρόλους που αγαπάς θα πρέπει να υποστείς και τις συνέπειες των πραγμάτων… και άλλοτε πετυχαίνεις, άλλοτε όχι.
Υπήρξαν φορές που το πλήρωσα και το ήξερα συνειδητά ότι για να παίξω έναν ρόλο θα πρέπει να βάλω από την τσέπη μου χρήματα, κάποιες φορές βγήκα κερδισμένος κάποιες άλλες όχι. Η αγορά η ίδια – και ιδίως στην Ελλάδα- θα σε πάρει για αυτό που είσαι. Ένας δρόμος είναι να αντισταθείς, από την άλλη όμως θα πρέπει να είμαστε και ευγνώμονες που έχουμε δουλειά. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αντίξοη ή όχι, πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχει μία μάθηση και μία ωριμότητα να αντιληφθούμε ότι στη ζωή δεν μπορούμε να προσδοκούμε τα πράγματα να γίνονται όπως το φανταζόμαστε εμείς. Η ζωή η ίδια θα σε εκπλήξει για να σου μάθει και κάτι άλλο, γιατί μετά θα υπάρχει το δεδομένο και ό,τι θελήσει ο καθένας μας θα μπορεί να το έχει ενώ δεν είναι έτσι. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ζωή ορίζει τη μοίρα μας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η πραγματικότητα συνίσταται μέσα από τη δική μας φαντασία σε συνδυασμό με την φαντασία των άλλων. Δεν γίνεται να θέλουμε να είμαστε συνέχεια ο Άμλετ -και δεν θα πρέπει να γίνεται- εδώ είναι το ζητούμενο ότι δεν θα πρέπει να γίνεται. Δεν μπορεί να είναι εύκολα τα πράγματα στη ζωή. Άμα είναι εύκολα, δεν υπάρχει γνώση και η γνώση προέρχεται από τις αντίξοες συνθήκες. Πως θα υπάρξει η δημιουργία αλλιώς;
Αυτός ήταν και ένας λόγος για να δημιουργήσετε το Faust, τον δικό σας πολυχώρο;
Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις : δεν δημιούργησα το Faust γιατί είμαι ανικανοποίητος, το αντίθετο μάλιστα. Το Faust έγινε γιατί υπήρξε μία συγκυρία. Ήθελα να κάνω άλλα πράγματα που εγώ πίστευα ότι θα βελτιώσω τον εαυτό μου, ήθελα να εκπληρώσω ένα κομμάτι του ονείρου μου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βλέπαμε πως η χώρα πάει προς τα μνημόνια και υπήρχε κίνδυνος να μείνουμε άνεργοι εμείς οι ηθοποιοί-είναι που είναι αβέβαιο το επάγγελμα μας- και επιπλέον δεν θα είχαμε και την δυνατότητα να εκφραστούμε καλλιτεχνικά…. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο 14ο χρόνο λειτουργίας του Faust που έχει φιλοξενήσει πάνω από 2200 μουσικά live και 2000 θεατρικές βραδιές.
Το Faust στην ουσία είναι ένα καλλιτεχνικό bar που χωρίζεται σε δύο χώρους, στη θεατρική και στη μουσική σκηνή, δίνοντας τη δυνατότητα και στο κόσμο να διασκεδάσει και σε εμάς να εκφραστούμε καλλιτεχνικά και ταυτόχρονα να βιοποριστούμε.
Παρόλα αυτά δεν επαναπαυτήκατε σε αυτό. Συνεχίσατε να ασχολείστε και με το κινηματογράφο, με την τηλεόραση αλλά και με το θέατρο.
Σαφέστατα καταρχάς στο Faust έχω παίξει για εφτά συνεχόμενα έτη. Άρα το θέατρο δεν το άφησα ποτέ. Είμαι εν ενεργεία ηθοποιός 30 χρόνια από το 1997 ξεκίνησα στο θέατρο Αμόρε του Γιάννη Χουβαρδά και έκτοτε, δεν έχω σταματήσει να παίζω θέατρο και αν υπήρξε χρονιά που δεν ήμουν στο θέατρο θα ήταν γιατί είχα μεγάλο φόρτο στην τηλεόραση.
Στα τριάντα χρόνια καριέρας υπάρχει κάποια παράσταση ή κάποιος ρόλος που να σας στιγμάτισε;
Σίγουρα κάποιους ρόλους τους αγάπησα περισσότερο και κάποιους άλλους λιγότερο. Τους περισσότερους τους αγάπησα αρκετά. Όταν τα πράγματα είναι παρθένα υπάρχει μεγάλη αγάπη και προφανώς σε στιγματίζει η συνεύρεση αυτή. Όπως έγινε στη πρώτη μου δουλειά στο κινηματογράφο στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου που με έφερε στην τέχνη του ηθοποιού με έχει στιγματίσει και θα με στιγματίζει για πάντα. Η πρώτη μου μεγάλη συμμετοχή στην τηλεόραση στην «Αίθουσα του θρόνου» στο ρόλο του Παντιά με στιγμάτισε και θεωρώ ότι ήταν ίσως και η πιο σημαντική στιγμή μου στη τηλεόραση. Και φυσικά ο ρόλος που έκανα στο σήριαλ Στ-Οργή στο Skai γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία έρχονται να δημιουργήσουν κάτι πολύ σημαντικό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που να παίξατε και να σας έκανε να ανακαλύψετε κάτι καινούργιο για τον εαυτό σας; Κάτι που να σας πήγε παρακάτω ως άνθρωπο;
Κοίταξε, σαν άνθρωπος πας παρακάτω χρησιμοποιώντας την τέχνη του ηθοποιού για να συνειδητοποιήσεις για τον εαυτό σου πράγματα. Είναι μία δουλειά που μπορεί να ταυτιστεί με την ψυχανάλυση. Σκάβεις σκάβεις σκάβεις, να καταλάβεις το χαρακτήρα που έχεις να υποδυθείς και συνειδητοποιήσεις ότι είσαι εσύ αυτός ο χαρακτήρας, ανακαλύπτεις πράγματα για εσένα.
Και αυτή είναι και η έννοια του να είσαι καλός ηθοποιός γιατί καταθέτεις κάτι προσωπικό σε κάθε ρόλο που καλείσαι να υποδυθείς. Σε κάθε ρόλο πάντα κάτι βρίσκω, δεν παίζω αν δεν μου αρέσει αυτό που κάνω.
Έχω κάνει πολύ λίγες δουλειές στη τηλεόραση σε σχέση με τις προτάσεις που είχα για αυτόν ακριβώς το λόγο. Στο θέατρο αν είναι να είμαι στο σανίδι μόνο και μόνο για να διεκπεραιώσω κάτι και όχι γιατί το ποθώ και το νιώθω και κατά συνέπεια να μάθω κάτι για τον εαυτό μου, δεν το κάνω!
Οι ρόλοι που σου ανέφερα ήταν σημαδιακοί για μένα. Έμαθα πολλά για τον εαυτό μου. Ακόμα και στη «10η Εντολή» είδα κομμάτια του εαυτού μου, ασχέτως αν έπαιζα κάποιον εγκληματία. Βάζω τον εαυτό μου στη διαδικασία να καταλάβει την ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου, ακόμα κι αυτού που φτάνει στο έγκλημα, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο: όταν καταλάβεις την ψυχοσύνθεση αυτού του ανθρώπου, η οποία κρέμεται από μία κλωστή, τότε καταλαβαίνεις και το ποιος είσαι εσύ ο ίδιος. Είμαστε φως και σκοτάδι, οπότε όταν έρχεσαι πολύ κοντά με τέτοια βαθιά συναισθήματα, υπάρχει μία γνώση, μία προσέγγιση για το ποιος είναι ο άνθρωπος, γιατί αυτό είναι το βασικό.
Δεν μπορώ να αφήσω έξω από την κουβέντα μας τη σειρά «Είσαι το ταίρι μου» που αγαπήθηκε από το κοινό και αγαπιέται το ίδιο μετά από 13 χρόνια που παίζεται στις επαναλήψεις.
Το «Είσαι το ταίρι μου» ήταν μία κωμωδία πολύ ευχάριστη. Ο χαρακτήρας που έπαιζα θυσιάζει τη γυναίκα του, τον ερωτά του, την αγάπη του, προκειμένου να ευχαριστήσει τον πατέρα του ο οποίος ήταν άρρωστος, είχε πρόβλημα με την καρδιά του. Δεν στο ανέφερα στους ρόλους που με στιγμάτισαν γιατί ήταν κωμωδία και μπορεί ο θεατής να διασκεδάζει βλέποντας μια κωμωδία, όμως έχει τη τάση να ταυτίζεται με το τραγικό. Γινόμαστε πάρα πολύ συναισθηματικοί με το τραγικό. Εχθές διάβασα κάτι πάρα πολύ ωραίο: ότι οι άνθρωποι με βαθύ συναίσθημα ζουν στην τραγωδία και αυτοί που έχουν υψηλό νου τους αρέσει κωμωδία.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Τι προτιμάμε λοιπόν συναίσθημα ή υψηλό νου;
Και τα δύο. Είναι δυνατόν να σταματήσει ο νους την καρδιά; η καρδιά σταματάει.
Πάμε για λίγο πίσω στα μαγευτικά ‘90s, στη Μύκονο και στο modeling;
Όχι, θα σε πάω στα αθώα ‘80s , όταν δούλευα οικοδομή με τον πατέρα μου. Δεν γεννιέται κανείς στα τριάντα του χρόνια. Έχει και μία ιστορία πιο πριν. Και η δική μου ιστορία ξεκίνησε από εκεί, από τα δεκατρία μου, που πατούσα καρφιά στην οικοδομή, που δούλευα σε συνεργείο αυτοκινήτων – μηχανικός αυτοκινήτων σπούδασα – που δούλευα στις λαχαναγορές… και μετά ήρθε στη ζωή μου η Μύκονος και το modeling. Και αυτό είναι που με κρατάει προσγειωμένο τόσα χρόνια. Και σίγουρα αυτά με έκαναν να ενδιαφερθώ για την υποκριτική και να γίνω ηθοποιός.
Τα χρόνια εκείνα, τα προβλήματα της ζωής ήταν τόσο έντονα που έβρισκα αποκούμπι και διέξοδο στις ευχάριστες στιγμές του κινηματογράφου.
Όπως ένας συγγραφέας ταλανίζεται με τα υπαρξιακά του και παίρνει ένα χαρτί κι ένα μολύβι και γράφει κάτι σημαντικό, έτσι και ο ηθοποιός θέλει να βγει στη σκηνή ή στο γυαλί και εκεί να βρει διαδρομές, να βελτιώσει την ψυχική του υγεία ή κάτι πολύ σημαντικότερο να καταθέσει την ανισορροπία την οποία διανύει. Γιατί δεν μπορεί να είμαστε πάντα καλοί σε αυτό που κάνουμε, σε μια σειρά θα είμαστε καλοί, σε κάποια άλλη μετριότεροι. Περνάμε φάσεις στη ζωή μας, αλλά εμείς πρέπει να έχουμε το σθένος ακόμα αυτή την ανασφάλεια που μας διακατέχει να τολμούμε να τη δείξουμε στο γυαλί ή στο θέατρο. Ότι γίνεται δηλαδή σε έναν ζωντανό οργανισμό, είναι μία διαδικασία δύσκολη αλλά όταν πετυχαίνει κανείς είναι και λυτρωτική.
Από το 1995 που ξεκινήσατε στον κινηματογράφο μέχρι και σήμερα τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στη δουλειά σας και τι στον εαυτό σας;
Η παρουσία της τεχνολογίας. Από το millennium και μετά άλλαξε ολόκληρη η ανθρωπότητα και αυτή η αλλαγή άλλαξε τα πάντα. Κοινωνικές συμπεριφορές, πολιτικές προσεγγίσεις και τον άνθρωπο αυτόν καθαυτό. Τον έφερε αντιμέτωπο με ένα δημιούργημα του που λέγεται τεχνολογία, το οποίο ακόμα δεν ξέρω αν γνωρίζει πως μπορεί να το διαχειριστεί σε όλα τα επίπεδα. Τώρα βγήκε στην Αμερική νόμος για τη προστασία των ηθοποιών από το AI από την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Σύντομα η ερώτηση που μου έκανες θα θεωρηθεί παλιομοδίτικη ή πολύ επίκαιρη, γιατί σε λίγα χρόνια δεν θα ξέρεις αν τώρα θα μιλάς με τον Συσσοβίτη ή αν θα μιλάς με το ολόγραμμα του και ο Συσσοβίτης θα παίζει στο θέατρο. Αυτή η αλλαγή είναι η μεγαλύτερη επανάσταση στην ανθρωπότητα, πέρασε και τη βιομηχανική και του χαλκού. Εφόσον άλλαξαν οι κοινωνίες και μπήκαμε σε μία παγκοσμιοποίηση – δεν υπάρχουν ήθη, έθιμα, παραδόσεις, αξίες – , αλλάζει και η προσέγγιση στην τέχνη, άρα και εμείς που ασχολούμαστε με την τέχνη τη βιώνουμε διαφορετικά και μεγαλώνουμε διαφορετικά. Η τέχνη δεν καταγράφει τίποτα άλλο από τα της κοινωνίας. Κάθε δεκαετία που περνάει οι κοινωνίες διαμορφώνονται και η τέχνη ακολουθεί αυτή την αλλαγή. Άλλα ήταν τα ‘60, άλλα τα ‘00 κι άλλα είναι τα ’25 και εμείς οι καλλιτέχνες προσαρμοζόμαστε στο τι έχει να πει η ανθρωπότητα. Αλλιώς κάναμε την «Αίθουσα του θρόνου», αλλιώς το «Είσαι το ταίρι μου» – υπήρχε άλλη ανεμελιά – και αλλιώς τις σειρές τώρα. Πλέον οι κωμωδίες είναι αμήχανες, γιατί αμήχανη είναι και η εποχή μας. και αμήχανα είναι και αυτά παράγουμε. Αλλά και οι δραματικές σειρές του σήμερα διαφέρουν από τις σειρές του τότε γιατί είναι διαφορετικές οι εποχές και σε δέκα χρόνια θα είναι πολύ πιο διαφορετικά σε σχέση με το σήμερα και οι καλλιτέχνες κατά συνέπεια προσαρμόζονται σε αυτό.
Σας τρομάζει αυτό;
Καθόλου. Με προβληματίζει. Αυτό που με τρομάζει είναι ο σωματικός πόνος, η αρρώστια, η ασθένεια, η ανημποριά, η καθήλωση σε κρεβάτια και αμαξίδια. Ούτε ο θάνατος με τρομάζει. Γιατί όπως λέει και ένας σοφός «όταν αυτός θα έρθει εμείς θα φύγουμε», οπότε δεν θα γίνει ποτέ αυτή η συνάντηση που έχει καθορίσει όλη μας τη ζωή.
Μιλήστε μου για την ταινία «Καπετάν Μιχάλη» που είδαμε πέρυσι στους κινηματογράφους. Πως ήταν η εμπειρία σας;
Πολύ δυνατή εμπειρία το να παίζεις έργο του σπουδαίου Καζαντζάκη – από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς. Η παρέα που δημιουργήθηκε σε αυτή τη ταινία ήταν πάρα πολύ ωραία. Ο Κώστας Χαραλάμπους είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης, πολύ ευγενής και απίστευτα δοτικός άνθρωπος. Με τον Αιμίλιο Χειλάκη έχω μία ιδιαίτερη σχέση στη ζωή και πιάσαμε αμέσως τον παλμό αυτής της κινηματογραφικής σχέσης. Ένιωσα έντονα αυτό που μεταφέρει ο Καζαντζάκης. Αυτό που μου άρεσε στο βιβλίο είναι ότι αν υπάρχει ένα μεταφυσικό στοιχείο που δένει τον άνθρωπο με τον τόπο, τα όντα που ζουν πάνω στον πλανήτη είναι όχι μόνον ο άνθρωπος. αλλά και τα ζώα, και είναι ταυτόσημα με τον τόπο που ζει και αυτό πλάθει το χαρακτήρα μας, αυτό μας δεσμεύει με τα πράγματα και εκεί ο άνθρωπος φτάνει μέχρι και τη θυσία. Γιατί δεν είναι μόνο ιδέα το θα πεθάνω για μία ιδέα που περιέχει την ελευθερία, το ισότιμο, τη δημοκρατία. Είναι η εξάρτηση από τον τόπο, θα πεθάνω για τον τόπο τον οποίο ερωτεύτηκα και αγάπησα και ζει μέσα μου και η Κρήτη είναι ένας τέτοιος τόπος… ώρες μπορώ να μιλάω για αυτό..
Έχετε συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα του χώρο σας. Ήταν κάτι που το φανταζόσασταν, που το ονειρευόσασταν για τον εαυτό σας;
Όχι και δεν είμαι άνθρωπος που κάνω μακροχρόνια σχέδια. Μου αρέσει η έκπληξη και το εφήμερο, δεν είμαι ονειροπόλος. Μου αρέσει να εκπλήσσομαι από τη ζωή και να μου έρχονται τα πράγματα μόνα τους. Έτσι έγινε και με την υποκριτική, δεν ήταν όνειρο ζωής. Την περίοδο που ξεκίνησα το θέατρο έπρεπε ταυτόχρονα να δουλεύω για να βιοποριστώ -προερχόμουν από μία πολύ φτωχή οικογένεια. Ήμουνα στο μεροκάματο, δεν είχα χρόνο για σχολές θεάτρου, έπρεπε να δουλέψω για να ζήσω. Είμαι πραγματιστής, είμαι ένας άνθρωπος γήινος όχι του ονείρου. Τώρα αν στην πορεία έγιναν όλα αυτά που είπες χαίρομαι πάρα πολύ και ελπίζω να συνεχίσουν και να γίνονται ακόμα πιο πολλά και με πιο σημαντικούς ανθρώπους.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Αυτό όμως κάτι σημαίνει και για εσάς. Το ότι κορυφαίοι άνθρωποι σας επιλέγουν τόσα χρόνια σημαίνει ότι είστε ένας καλός ηθοποιός, ένας συνεργάσιμος άνθρωπος που δεν προκαλεί εντάσεις και ίντριγκες στο χώρο του.
Σαφέστατα. Είπες δύο πράγματα σημαντικά. Το πρώτο είναι το πρακτικό: αν δεν είσαι συνεργάσιμος και προκαλείς εντάσεις δεν θα σε ξαναπάρει κάποιος στη δουλειά. Και αυτό το λέω και ως επιχειρηματίας όποτε έχω ανθρώπους στο Faust οι οποίοι μου κάνουν τη ζωή και τη δουλειά δύσκολη, δεν συνεχίζουν στο μαγαζί. Το πρώτο λοιπόν είναι η μεγαλοσύνη και η καλοσύνη κάποιου, και το άλλο είναι η εργατικότητα. Χωρίς να θέλω να ευλογήσω τα γένια μου και καταθέτοντας μόνο τη πραγματικότητα, εγώ είμαι δουλευταράς.. Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι το ταλέντο είναι το 10%, το 90% είναι η εργατικότητα, η δουλειά. Και αυτό το έχουν παραδεχθεί φτασμένοι άνθρωποι από όλους τους χώρους, βάζουμε πάρα πολύ δουλειά για να δουν το τελικό τους αποτέλεσμα. Οπότε όταν είσαι να τέτοιου είδους άνθρωπος προφανώς και θα σε προτιμούν οι συνάδελφοι και συνεργάτες. Τον τεμπέλη και τον αντιρρησία τι να τον κάνουνε;
Αν είχατε την επιλογή να γυρνούσατε πίσω και να πιάνατε το νήμα της ζωής σας από την αρχή, θα αλλάζατε κάτι;
Όχι δεν μου αρέσει να συμπεριφέρομαι νοσταλγικά. Κάποιος ρώτησε τον Σωκράτη «δάσκαλε να παντρευτώ ή χι» και του είπε ότι και να κάνεις θα μετανιώνεις για το άλλο. Οπότε να γυρίσω πίσω να αλλάξω τι; και αυτή η αλλαγή που θα έκανα θα με έφερνε στο σήμερα; και ποιος ξέρει που θα με είχε πάει; ίσως κάπου που δεν ξέρω αν θα ήμουν ευχαριστημένος. Δεν παίζουν με το χρόνο, αφηνόμαστε πάνω στο χρόνο και όπου μας πάει…
Φέτος το χειμώνα εκτός από τον «Γιατρό» θα σας δούμε κάπου αλλού;
Εκτός από τη συμμετοχή μου στο Γιατρό, θα κάνω ακόμα ένα σήριαλ στον Alpha, το «Πόρτο Λεόνε», που θα ξεκινήσει να προβάλλεται μετά τις γιορτές, δύο φορές την εβδομάδα. Είναι μία σειρά εμπνευσμένη από τη ταινία «Τα κόκκινα φανάρια». Δεν κάνουμε κόπια της ιστορίας, απλά πιάνουμε την εποχή, διαδραματίζεται στην τρούμπα με ένα ενδιαφέρον cast ηθοποιών, σε σκηνοθεσία Βασίλη Τσελεμέγκου και σενάριο Γιώργου Κρητικού.
Εγώ έχω έναν από τους βασικούς ρόλους της σειράς, είμαι ένας ιδιοκτήτης καμπαρέ, πολύ αρσενικό που τα ισοπεδώνει όλα, αλλά όπως εξελίσσεται η ιστορία βλέπουμε ότι πρόκειται για έναν δραματικό χαρακτήρα, που θα πονέσει πολύ, αποδεικνύεται ένας βαθιά τραυματισμένος και πληγωμένος άνθρωπος.
Και 11 Οκτωβρίου έχουμε πρεμιέρα στο Σύγχρονο Θέατρο με τον «Πουπουλένιο» του Μάρτιν ΜακΝτόνα σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη με τους Αργύρη Αγγέλλου, Νίκο Πουρσανίδη, Γεράσιμο Σκαφιδά και εμένα στο ρόλο του ανακριτή Τουπόλσκι. Ένα έργο που όποιος το έχει δει, έχει μάθει κάτι είτε συνειδητά, είτε υποσυνείδητα. Είναι ένα βαρύ έργο και καθόλου τυχαίο που είναι πολυβραβευμένο και πολύ αγαπητό, όσο βαρύ και αν είναι.
Κύριε Συσσοβίτη σας ευχαριστούμε πολύ!
Σας ευχόμαστε από καρδιάς καλή επιτυχία!!